Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 392
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βαρύ υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Deuterium
Μετάφραση:
Deuterium
Ελληνικός όρος:
Βασενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Vaccenic acid
Μετάφραση:
Vaccenic acid
Ελληνικός όρος:
Βάση
Αγγλικός όρος:
Base
Μετάφραση:
Base
Ελληνικός όρος:
Βασικεντρικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Basicentric system
Μετάφραση:
Basicentric system
Ελληνικός όρος:
Βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας
Αγγλικός όρος:
Essential Health and Safety Requirements, EHSRs
Μετάφραση:
Essential Health and Safety Requirements, EHSRs
Ελληνικός όρος:
Βασική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Key study
Μετάφραση:
Key study
Ελληνικός όρος:
Βασική τιμή για την αξιολόγηση χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Key value for chemical safety assessment
Μετάφραση:
Key value for chemical safety assessment
Ελληνικός όρος:
Βασικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Base document
Μετάφραση:
Base document
Ελληνικός όρος:
Βασιλικό νερό
Αγγλικός όρος:
Aqua regia
Μετάφραση:
Aqua regia
Ελληνικός όρος:
Βαττόμετρο
Αγγλικός όρος:
Watt meter
Μετάφραση:
Watt meter
Ελληνικός όρος:
Βαφές
Αγγλικός όρος:
Dyes
Μετάφραση:
Dyes
Ελληνικός όρος:
Βαφή
Αγγλικός όρος:
Dyeing, painting
Μετάφραση:
Dyeing, painting
Ελληνικός όρος:
Βαφή πούδρας (επίπαση)
Αγγλικός όρος:
Powder coating
Μετάφραση:
Powder coating
Ελληνικός όρος:
Βάψιμο με ψεκασμό
Αγγλικός όρος:
Spray painting
Μετάφραση:
Spray painting
Ελληνικός όρος:
Βγάλτε τα μολυσμένα ρούχα και πλύνετέ τα πριν τα ξαναχρησιμοποιήσετε
Αγγλικός όρος:
Take off contaminated clothing and wash before reuse
Μετάφραση:
Take off contaminated clothing and wash before reuse
Ελληνικός όρος:
Βελγικό Ινστιτούτο Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Institut Belge de Normalisation
Μετάφραση:
Institut Belge de Normalisation
Ελληνικός όρος:
Βελόνες
Αγγλικός όρος:
Needles
Μετάφραση:
Needles
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη απόκριση
Αγγλικός όρος:
Optimum function
Μετάφραση:
Optimum function
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική
Αγγλικός όρος:
Best Available Technique, BAT
Μετάφραση:
Best Available Technique, BAT
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Optimum velocity
Μετάφραση:
Optimum velocity
Ελληνικός όρος:
Βελτιστοποίηση (μεθόδου)
Αγγλικός όρος:
Optimization
Μετάφραση:
Optimization
Ελληνικός όρος:
Βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality improvement, QI
Μετάφραση:
Quality improvement, QI
Ελληνικός όρος:
Βενζ[a]ανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Benz[a]anthracene
Μετάφραση:
Benz[a]anthracene
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one
Μετάφραση:
Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετοφαινόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Μετάφραση:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal halide
Μετάφραση:
Benzal halide
Ελληνικός όρος:
Βενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Μετάφραση:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Ελληνικός όρος:
Βενζαλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal chloride
Μετάφραση:
Benzal chloride
Ελληνικός όρος:
Βενζαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzamide
Μετάφραση:
Benzamide
Ελληνικός όρος:
Βενζανιλίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzanilide
Μετάφραση:
Benzanilide
Ελληνικός όρος:
Βενζιδίνη
Αγγλικός όρος:
Benzidine
Μετάφραση:
Benzidine
Ελληνικός όρος:
Βενζιμιδαζόλη
Αγγλικός όρος:
Benzimidazole
Μετάφραση:
Benzimidazole
Ελληνικός όρος:
Βενζίνη
Αγγλικός όρος:
Gasoline, petrol
Μετάφραση:
Gasoline, petrol
Ελληνικός όρος:
Βενζο[a]πυρένιο ή 3,4-βενζοπυρένιο
Αγγλικός όρος:
Benzo[a]pyrene, 3,4-benzopyrene
Μετάφραση:
Benzo[a]pyrene, 3,4-benzopyrene
Ελληνικός όρος:
Βενζο[b]φθοροανθένιο ή 2,3-βενζοφθοροανθένιο
Αγγλικός όρος:
Benzo[b]fluoranthene, 2,3-benzofluoranthene
Μετάφραση:
Benzo[b]fluoranthene, 2,3-benzofluoranthene
Ελληνικός όρος:
Βενζοϊκή αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Μετάφραση:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »