Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 150
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θερμική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Thermal conductivity
Μετάφραση:
Thermal conductivity
Ελληνικός όρος:
Θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Thermal radiation
Μετάφραση:
Thermal radiation
Ελληνικός όρος:
Θερμική άνεση
Αγγλικός όρος:
Thermal comfort
Μετάφραση:
Thermal comfort
Ελληνικός όρος:
Θερμική αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Thermal resistance
Μετάφραση:
Thermal resistance
Ελληνικός όρος:
Θερμική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Thermal cracking
Μετάφραση:
Thermal cracking
Ελληνικός όρος:
Θερμική καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Heat stress, thermal stress
Μετάφραση:
Heat stress, thermal stress
Ελληνικός όρος:
Θερμική κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Heat treatment
Μετάφραση:
Heat treatment
Ελληνικός όρος:
Θερμική κοπή
Αγγλικός όρος:
Thermal cutting
Μετάφραση:
Thermal cutting
Ελληνικός όρος:
Θερμική μόνωση ή θερμομόνωση
Αγγλικός όρος:
Thermal insulation
Μετάφραση:
Thermal insulation
Ελληνικός όρος:
Θερμική προστασία κατά τη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Thermal protection in operation
Μετάφραση:
Thermal protection in operation
Ελληνικός όρος:
Θερμικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Thermal enviroment
Μετάφραση:
Thermal enviroment
Ελληνικός όρος:
Θερμικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Thermal hazard
Μετάφραση:
Thermal hazard
Ελληνικός όρος:
Θερμοδυναμική θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Thermodynamic temperature
Μετάφραση:
Thermodynamic temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητες κόλλες
Αγγλικός όρος:
Heat sensitive adhesives
Μετάφραση:
Heat sensitive adhesives
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητοι ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Heat-sensitive detectors
Μετάφραση:
Heat-sensitive detectors
Ελληνικός όρος:
Θερμοκήπιο
Αγγλικός όρος:
Greenhouse
Μετάφραση:
Greenhouse
Ελληνικός όρος:
Θερμοκόλληση πλαστικού
Αγγλικός όρος:
Hot plastic welding
Μετάφραση:
Hot plastic welding
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Temperature
Μετάφραση:
Temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Ignition temperature
Μετάφραση:
Ignition temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία αυτό-επιταχυνόμενης διάσπασης
Αγγλικός όρος:
Self- accelerating decomposition temperature (SADT)
Μετάφραση:
Self- accelerating decomposition temperature (SADT)
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία δωματίου
Αγγλικός όρος:
Room temperature
Μετάφραση:
Room temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control temperature
Μετάφραση:
Control temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία επιφάνειας
Αγγλικός όρος:
Surface temperature
Μετάφραση:
Surface temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Emergency temperature
Μετάφραση:
Emergency temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία περιβάλλοντος στην εξωτερική πλευρά
Αγγλικός όρος:
External ambient temperature
Μετάφραση:
External ambient temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία της αυτοεπιταχυνόμενης αποσύνθεσης
Αγγλικός όρος:
Self-accelerating decomposition temperature (SADT)
Μετάφραση:
Self-accelerating decomposition temperature (SADT)
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία υγρού σφαιρικού θερμομέτρου
Αγγλικός όρος:
Wet bulb globe temperature (WBGT)
Μετάφραση:
Wet bulb globe temperature (WBGT)
Ελληνικός όρος:
Θερμόμετρο αντίστασης
Αγγλικός όρος:
Bolometer
Μετάφραση:
Bolometer
Ελληνικός όρος:
Θερμομόνωση
Αγγλικός όρος:
Thermal insulation
Μετάφραση:
Thermal insulation
Ελληνικός όρος:
Θερμοπληξία
Αγγλικός όρος:
Heat stroke
Μετάφραση:
Heat stroke
Ελληνικός όρος:
Θερμοσταθερότητα
Αγγλικός όρος:
Thermal stability
Μετάφραση:
Thermal stability
Ελληνικός όρος:
Θερμοσυσσωμάτωση
Αγγλικός όρος:
Sintering
Μετάφραση:
Sintering
Ελληνικός όρος:
Θερμότηκτες κόλλες
Αγγλικός όρος:
Hot melt adhesives
Μετάφραση:
Hot melt adhesives
Ελληνικός όρος:
Θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Heat
Μετάφραση:
Heat
Ελληνικός όρος:
Θερμότητα με ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radian heat
Μετάφραση:
Radian heat
Ελληνικός όρος:
Θερμόφιλα
Αγγλικός όρος:
Thermophiles
Μετάφραση:
Thermophiles
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »