Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 150
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θερμοχωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Heat capacity
Μετάφραση:
Heat capacity
Ελληνικός όρος:
Θερμοψεκασμός
Αγγλικός όρος:
Thermospray
Μετάφραση:
Thermospray
Ελληνικός όρος:
Θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work position, work station
Μετάφραση:
Work position, work station
Ελληνικός όρος:
Θεωρητική τιμή
Αγγλικός όρος:
Theoretical value
Μετάφραση:
Theoretical value
Ελληνικός όρος:
Θεωρητικό υπόβαθρο
Αγγλικός όρος:
Theoretical background
Μετάφραση:
Theoretical background
Ελληνικός όρος:
Θεωρία πολλαπλών αιτιών
Αγγλικός όρος:
Multiple causation theory
Μετάφραση:
Multiple causation theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία της ανισομερούς αρχικής προδιάθεσης
Αγγλικός όρος:
Unequal initial liability theory
Μετάφραση:
Unequal initial liability theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία των πλακών
Αγγλικός όρος:
Plate theory
Μετάφραση:
Plate theory
Ελληνικός όρος:
Θηλάζουσες μητέρες
Αγγλικός όρος:
Nursing mothers
Μετάφραση:
Nursing mothers
Ελληνικός όρος:
Θηλυκός
Αγγλικός όρος:
Female
Μετάφραση:
Female
Ελληνικός όρος:
Θλιπτική αντοχή
Αγγλικός όρος:
Compressive strength
Μετάφραση:
Compressive strength
Ελληνικός όρος:
Θλιπτικός ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Compressive creep
Μετάφραση:
Compressive creep
Ελληνικός όρος:
Θνησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Mortality
Μετάφραση:
Mortality
Ελληνικός όρος:
Θνητότητα
Αγγλικός όρος:
Fatality
Μετάφραση:
Fatality
Ελληνικός όρος:
Θολότητα
Αγγλικός όρος:
Turbidity
Μετάφραση:
Turbidity
Ελληνικός όρος:
Θόριο
Αγγλικός όρος:
Thorium (Th)
Μετάφραση:
Thorium (Th)
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Noise
Μετάφραση:
Noise
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος βάθους
Αγγλικός όρος:
Background noise
Μετάφραση:
Background noise
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος επικάλυψης περιορισμένου φάσματος
Αγγλικός όρος:
Narrow-band masking noise
Μετάφραση:
Narrow-band masking noise
Ελληνικός όρος:
Θούλιο
Αγγλικός όρος:
Thulium (Tm)
Μετάφραση:
Thulium (Tm)
Ελληνικός όρος:
Θραύση
Αγγλικός όρος:
Rupture, crushing
Μετάφραση:
Rupture, crushing
Ελληνικός όρος:
Θραύση οδών σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Crushing of concrete roadway
Μετάφραση:
Crushing of concrete roadway
Ελληνικός όρος:
Θραύσμα
Αγγλικός όρος:
Fragment chip
Μετάφραση:
Fragment chip
Ελληνικός όρος:
Θραύσματα
Αγγλικός όρος:
Fragments
Μετάφραση:
Fragments
Ελληνικός όρος:
Θραύστες πεζοδρομίου
Αγγλικός όρος:
Pavement breakers
Μετάφραση:
Pavement breakers
Ελληνικός όρος:
Θραυστήρες σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete breakers
Μετάφραση:
Concrete breakers
Ελληνικός όρος:
Θρεόζη
Αγγλικός όρος:
Threose (C4H8O4)
Μετάφραση:
Threose (C4H8O4)
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine (Thr, T)
Μετάφραση:
Threonine (Thr, T)
Ελληνικός όρος:
Θρεπτικό άγαρ
Αγγλικός όρος:
Nutrient agar
Μετάφραση:
Nutrient agar
Ελληνικός όρος:
Θρόμβος (π.χ. αίμα)
Αγγλικός όρος:
Clot
Μετάφραση:
Clot
Ελληνικός όρος:
Θρόμβωση
Αγγλικός όρος:
Thrombosis
Μετάφραση:
Thrombosis
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane (Trp, W)
Μετάφραση:
Tryptophane (Trp, W)
Ελληνικός όρος:
Θυγατρική εταιρεία
Αγγλικός όρος:
Daughter company or subsidiary
Μετάφραση:
Daughter company or subsidiary
Ελληνικός όρος:
Θυλακίτιδα του ώμου
Αγγλικός όρος:
Shoulder bursitis
Μετάφραση:
Shoulder bursitis
Ελληνικός όρος:
Θύμα
Αγγλικός όρος:
Victim
Μετάφραση:
Victim
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine (Thy, T)
Μετάφραση:
Thymine (Thy, T)
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »