Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 37 - 72 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ικανοποίηση πελάτη
Αγγλικός όρος:
Customer satisfaction
Μετάφραση:
Customer satisfaction
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Competence, ability
Μετάφραση:
Competence, ability
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα ανίχνευσης
Αγγλικός όρος:
Detection capability (CCβ)
Μετάφραση:
Detection capability (CCβ)
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα εξουδετέρωσης οξέων
Αγγλικός όρος:
Acid neutralisation capacity, ANC
Μετάφραση:
Acid neutralisation capacity, ANC
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα επίπασης
Αγγλικός όρος:
Dustability
Μετάφραση:
Dustability
Ελληνικός όρος:
Ικανότητα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work ability
Μετάφραση:
Work ability
Ελληνικός όρος:
Ικριώματα προσόψεως
Αγγλικός όρος:
Facade scaffolds
Μετάφραση:
Facade scaffolds
Ελληνικός όρος:
Ίλιγγος
Αγγλικός όρος:
Vertigo
Μετάφραση:
Vertigo
Ελληνικός όρος:
Ιμάντες πρόσδεσης
Αγγλικός όρος:
Harnesses
Μετάφραση:
Harnesses
Ελληνικός όρος:
Ιματιοφυλάκια
Αγγλικός όρος:
Clothes storage facilities
Μετάφραση:
Clothes storage facilities
Ελληνικός όρος:
Ιμβερτοποίηση
Αγγλικός όρος:
Inversion
Μετάφραση:
Inversion
Ελληνικός όρος:
Ιμιδαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Imidazole
Μετάφραση:
Imidazole
Ελληνικός όρος:
Ιμίδια
Αγγλικός όρος:
Imides
Μετάφραση:
Imides
Ελληνικός όρος:
Ιμίνη
Αγγλικός όρος:
Imine
Μετάφραση:
Imine
Ελληνικός όρος:
Ιμινοκταδίνη
Αγγλικός όρος:
Iminooctadine
Μετάφραση:
Iminooctadine
Ελληνικός όρος:
Ίνα
Αγγλικός όρος:
Fibre
Μετάφραση:
Fibre
Ελληνικός όρος:
Ινδανθρόνη
Αγγλικός όρος:
Indanthrone
Μετάφραση:
Indanthrone
Ελληνικός όρος:
Ινδένιο
Αγγλικός όρος:
Indene
Μετάφραση:
Indene
Ελληνικός όρος:
Ινδικό
Αγγλικός όρος:
Indigo
Μετάφραση:
Indigo
Ελληνικός όρος:
Ίνδιο
Αγγλικός όρος:
Indium (In)
Μετάφραση:
Indium (In)
Ελληνικός όρος:
Ινδολοκαρβοξαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Indolecarboxaldehyde
Μετάφραση:
Indolecarboxaldehyde
Ελληνικός όρος:
Ινδολυλοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Indolylacetic acid
Μετάφραση:
Indolylacetic acid
Ελληνικός όρος:
Ινδοξύλιο
Αγγλικός όρος:
Indoxyl
Μετάφραση:
Indoxyl
Ελληνικός όρος:
Ίνες αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos fibres
Μετάφραση:
Asbestos fibres
Ελληνικός όρος:
Ινίδιο
Αγγλικός όρος:
Fibril
Μετάφραση:
Fibril
Ελληνικός όρος:
Ινοβλάστης
Αγγλικός όρος:
Fibroblast
Μετάφραση:
Fibroblast
Ελληνικός όρος:
Ινογόνοι παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Fibrogenic agents
Μετάφραση:
Fibrogenic agents
Ελληνικός όρος:
Ινοσανίδες
Αγγλικός όρος:
Fireboard
Μετάφραση:
Fireboard
Ελληνικός όρος:
Ινσουλίνη
Αγγλικός όρος:
Insulin
Μετάφραση:
Insulin
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Βρετανικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
British Standards Institution, BSI
Μετάφραση:
British Standards Institution, BSI
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ
Αγγλικός όρος:
Institute of Labour - GSEE
Μετάφραση:
Institute of Labour - GSEE
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
Institute of Electrical and Electronic Engineers (USA)
Μετάφραση:
Institute of Electrical and Electronic Engineers (USA)
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Μελετών για Θέματα Ασφαλείας, με έδρα το Παρίσι, (Γαλλία)
Αγγλικός όρος:
European Union Institute for Security Studies, Paris (France) (EUISS)
Μετάφραση:
European Union Institute for Security Studies, Paris (France) (EUISS)
Ελληνικός όρος:
Ινώδης πρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Fibrous protein
Μετάφραση:
Fibrous protein
Ελληνικός όρος:
Ινωδογόνο
Αγγλικός όρος:
Fibrinogen
Μετάφραση:
Fibrinogen
Ελληνικός όρος:
Ινώσεις του υπεζωκότος, με περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας, προκαλούμενες από τον αμίαντο
Αγγλικός όρος:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Μετάφραση:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Τρέχουσα σελίδα
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »