Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ίνωση
Αγγλικός όρος:
Fibrosis
Μετάφραση:
Fibrosis
Ελληνικός όρος:
Ιξώδες
Αγγλικός όρος:
Viscosity
Μετάφραση:
Viscosity
Ελληνικός όρος:
Ιογενής αιμορραγικός πυρετός
Αγγλικός όρος:
Viral haemorrhagic fever
Μετάφραση:
Viral haemorrhagic fever
Ελληνικός όρος:
Ιογενής ηπατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Viral hepatitis
Μετάφραση:
Viral hepatitis
Ελληνικός όρος:
Ιον ακυλίου
Αγγλικός όρος:
Acylium ion
Μετάφραση:
Acylium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν ιμινίου
Αγγλικός όρος:
Iminium ion
Μετάφραση:
Iminium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν οξωνίου
Αγγλικός όρος:
Oxonium ion
Μετάφραση:
Oxonium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδρονίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξυλίου
Αγγλικός όρος:
Hydroxide ion
Μετάφραση:
Hydroxide ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξωνίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός (μορίου) με σύγκρουση με ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electronic impact ionisation
Μετάφραση:
Electronic impact ionisation
Ελληνικός όρος:
Ιοντίζουσα ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Ionizing radiation
Μετάφραση:
Ionizing radiation
Ελληνικός όρος:
Ιοντική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography (IC)
Μετάφραση:
Ion chromatography (IC)
Ελληνικός όρος:
Ιοντισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιοντοανταλλάκτες
Αγγλικός όρος:
Ion exchangers
Μετάφραση:
Ion exchangers
Ελληνικός όρος:
Ιός
Αγγλικός όρος:
Virus
Μετάφραση:
Virus
Ελληνικός όρος:
Ιπποδύναμη
Αγγλικός όρος:
Horsepower
Μετάφραση:
Horsepower
Ελληνικός όρος:
Ιππουρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hippuric acid, N-benzoylglycine
Μετάφραση:
Hippuric acid, N-benzoylglycine
Ελληνικός όρος:
Ιπτάμενη τέφρα
Αγγλικός όρος:
Flyash
Μετάφραση:
Flyash
Ελληνικός όρος:
Ιρίδιο
Αγγλικός όρος:
Iridium (Ir)
Μετάφραση:
Iridium (Ir)
Ελληνικός όρος:
Ίσες ευκαιρίες
Αγγλικός όρος:
Equal opportunities
Μετάφραση:
Equal opportunities
Ελληνικός όρος:
Ισοαμυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Isoamyl alcohol
Μετάφραση:
Isoamyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Ισοβαλεραλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Isovaleraldehyde
Μετάφραση:
Isovaleraldehyde
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Isobutene, methylpropane
Μετάφραση:
Isobutene, methylpropane
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Isobutylamine
Μετάφραση:
Isobutylamine
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Isobutylene
Μετάφραση:
Isobutylene
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλική αλκοόλη ή 2-μεθυλο-1-προπανόλη ή ισοβουτανόλη
Αγγλικός όρος:
Isobutyl alcohol, 2-methyl-1-propanol, iobutanol
Μετάφραση:
Isobutyl alcohol, 2-methyl-1-propanol, iobutanol
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl
Μετάφραση:
Isobutyl
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοακετοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl isobutylacetoacetate
Μετάφραση:
Ethyl isobutylacetoacetate
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl bromide
Μετάφραση:
Isobutyl bromide
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Isobutylmalonate
Μετάφραση:
Isobutylmalonate
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοχλωρίδιο ή 1-χλωρο-2-μεθυλοπροπάνιο ή χλωριούχο ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl chloride, 1-chloro-2-methylpropane
Μετάφραση:
Isobutyl chloride, 1-chloro-2-methylpropane
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυρική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Isobutyraldehyde
Μετάφραση:
Isobutyraldehyde
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isobutyric acid
Μετάφραση:
Isobutyric acid
Ελληνικός όρος:
Ισοδουρόλιο
Αγγλικός όρος:
Isodurene
Μετάφραση:
Isodurene
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »