Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ισοδύναμη δόση
Αγγλικός όρος:
Equivalent dose (ΗT)
Μετάφραση:
Equivalent dose (ΗT)
Ελληνικός όρος:
Ισοδύναμη στάθμη
Αγγλικός όρος:
Equivalent level
Μετάφραση:
Equivalent level
Ελληνικός όρος:
Ισοδύναμο
Αγγλικός όρος:
Equivalent
Μετάφραση:
Equivalent
Ελληνικός όρος:
Ισοδύναμο σημείο εξουδετέρωσης
Αγγλικός όρος:
Neutralization equivalent
Μετάφραση:
Neutralization equivalent
Ελληνικός όρος:
Ισοεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Isohexane, methyl pentane
Μετάφραση:
Isohexane, methyl pentane
Ελληνικός όρος:
Ισοεξυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Isohexylnaphthalene
Μετάφραση:
Isohexylnaphthalene
Ελληνικός όρος:
Ισοεξυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Isohexyl chloride
Μετάφραση:
Isohexyl chloride
Ελληνικός όρος:
Ισοευγενόλη
Αγγλικός όρος:
Isoeugenol, oil of nutmeg
Μετάφραση:
Isoeugenol, oil of nutmeg
Ελληνικός όρος:
Ισοζύγιο οξυγόνου
Αγγλικός όρος:
Oxygen balance
Μετάφραση:
Oxygen balance
Ελληνικός όρος:
Ισοηλεκτρικό σημείο
Αγγλικός όρος:
Isoelectric point
Μετάφραση:
Isoelectric point
Ελληνικός όρος:
Ισόθερμη προσρόφησης
Αγγλικός όρος:
Adsorption isotherm
Μετάφραση:
Adsorption isotherm
Ελληνικός όρος:
Ισοκαπροναλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Isocaproaldehyde, γ-methylvaleraldehyde, 4-methylpentanal
Μετάφραση:
Isocaproaldehyde, γ-methylvaleraldehyde, 4-methylpentanal
Ελληνικός όρος:
Ισοκαπρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isocaproic acid, 4-methylpentanoic acid
Μετάφραση:
Isocaproic acid, 4-methylpentanoic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοκινολίνη
Αγγλικός όρος:
Isoquinoline
Μετάφραση:
Isoquinoline
Ελληνικός όρος:
Ισοκροτωνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isocrotonic acid
Μετάφραση:
Isocrotonic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικά
Αγγλικός όρος:
Isocyanates
Μετάφραση:
Isocyanates
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Isocyanates
Μετάφραση:
Isocyanates
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικό διφαινυλο μεθυλένιο ή διισοκυανικό-4,4-διφαινυλομεθάνιο ή διισοκυανικός εστέρας του διφαινυλομεθανίου
Αγγλικός όρος:
Methylene bisphenyl isocyanate, 4,4-diphenylmethane diisocyanate, MDI
Μετάφραση:
Methylene bisphenyl isocyanate, 4,4-diphenylmethane diisocyanate, MDI
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικό μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Methyl isocyanate
Μετάφραση:
Methyl isocyanate
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικός πολυμεθυλενο πολυφαινυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Polymethylene polyphenyl isocyanate
Μετάφραση:
Polymethylene polyphenyl isocyanate
Ελληνικός όρος:
Ισοκυανικός χλωροφαινυλεστέρας p-
Αγγλικός όρος:
p-chlorophenyl isocyanate, PCIC, PCPI
Μετάφραση:
p-chlorophenyl isocyanate, PCIC, PCPI
Ελληνικός όρος:
Ισολευκίνη
Αγγλικός όρος:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Μετάφραση:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Ελληνικός όρος:
Ισονικοτινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isonicotinic acid
Μετάφραση:
Isonicotinic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοξαθείο
Αγγλικός όρος:
Isoxathion
Μετάφραση:
Isoxathion
Ελληνικός όρος:
Ισοοκτυλική αλκοόλη ή ισοοκτανόλη
Αγγλικός όρος:
Isooctyl alcohol, isooctanol
Μετάφραση:
Isooctyl alcohol, isooctanol
Ελληνικός όρος:
Ισοπέδωση
Αγγλικός όρος:
Rolling smooth, leveling
Μετάφραση:
Rolling smooth, leveling
Ελληνικός όρος:
Ισοπεδωτής
Αγγλικός όρος:
Grader
Μετάφραση:
Grader
Ελληνικός όρος:
Ισοπεντάνιο ή 2-μεθυλοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Isopentane, 2-methylbutane
Μετάφραση:
Isopentane, 2-methylbutane
Ελληνικός όρος:
Ισοπεντενυλο πυροφωσφορικός εστέρας ή πυροφωσφορικός ισοπεντενυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Isopentenyl pyrophosphate
Μετάφραση:
Isopentenyl pyrophosphate
Ελληνικός όρος:
Ισοπεντυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο ισοπεντύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopentyl chloride
Μετάφραση:
Isopentyl chloride
Ελληνικός όρος:
Ισοπρένιο ή 2-μεθυλο-1,3-βουταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Isoprene or 2-methyl-1,3-butadiene
Μετάφραση:
Isoprene or 2-methyl-1,3-butadiene
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπανολαμίνη ή 1-αμινο-2-προπανόλη
Αγγλικός όρος:
Isopropanolamine or 1-amino-2-propanol
Μετάφραση:
Isopropanolamine or 1-amino-2-propanol
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπανόλη
Αγγλικός όρος:
Isopropyl alcohol, 2-propanol, isopropanol
Μετάφραση:
Isopropyl alcohol, 2-propanol, isopropanol
Ελληνικός όρος:
Ισοπροποξείδιο του αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Aluminium isopropoxide
Μετάφραση:
Aluminium isopropoxide
Ελληνικός όρος:
Ισοπροποξυαιθανόλη ή ισοπροπυλογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Isopropoxyethanol or isopropyl glycol
Μετάφραση:
Isopropoxyethanol or isopropyl glycol
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Isopropyl ether
Μετάφραση:
Isopropyl ether
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Page
6
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »