Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλαμίνη ή 2-αμινοπροπάνιο
Αγγλικός όρος:
Isopropylamine, 2-aminopropane
Μετάφραση:
Isopropylamine, 2-aminopropane
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Isopropylaniline
Μετάφραση:
Isopropylaniline
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Isopropyl alcohol, 2-propanol, isopropanol
Μετάφραση:
Isopropyl alcohol, 2-propanol, isopropanol
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλικός αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Isopropyl ether
Μετάφραση:
Isopropyl ether
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl
Μετάφραση:
Isopropyl
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοακετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl isobutyl ketone, hexanone, isoproylacetone, 4-methyl-2-pentanone, MIBK
Μετάφραση:
Methyl isobutyl ketone, hexanone, isoproylacetone, 4-methyl-2-pentanone, MIBK
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοβρωμίδιο ή 2-βρωμοπροπάνιο ή βρωμιούχο ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl bromide, 2-bromopropane
Μετάφραση:
Isopropyl bromide, 2-bromopropane
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Isopropyl glycidyl ether, IGE
Μετάφραση:
Isopropyl glycidyl ether, IGE
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοϊωδίδιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl iodide, 2-iodopropane
Μετάφραση:
Isopropyl iodide, 2-iodopropane
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοκυκλοεξάνιο ή εξαϋδροκουμόλιο ή νορμανθάνιο
Αγγλικός όρος:
Isopropylcyclohexane, hexahydrocumene, normanthane
Μετάφραση:
Isopropylcyclohexane, hexahydrocumene, normanthane
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλομεθυλοακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Isopropylmethylacetylene, 4-methyl-2-pentyne
Μετάφραση:
Isopropylmethylacetylene, 4-methyl-2-pentyne
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλομεθυλοκετόνη Ι
Αγγλικός όρος:
Methyl isopropyl ketone, isopropyl methyl ketone, 3-methyl-2-butanone, MIPK
Μετάφραση:
Methyl isopropyl ketone, isopropyl methyl ketone, 3-methyl-2-butanone, MIPK
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Isopropylnaphthalene
Μετάφραση:
Isopropylnaphthalene
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium isopropyloxide
Μετάφραση:
Sodium isopropyloxide
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοπροπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Isopropyl propyl ether
Μετάφραση:
Isopropyl propyl ether
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyltoluene
Μετάφραση:
Isopropyltoluene
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοφαινανθρένιο
Αγγλικός όρος:
Isopropylphenanthrene
Μετάφραση:
Isopropylphenanthrene
Ελληνικός όρος:
Ισοπροπυλοχλωρίδιο ή 2-χλωροπροπάνιο ή χλωριούχο ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl chloride, 2-chloropropane
Μετάφραση:
Isopropyl chloride, 2-chloropropane
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Equilibrium
Μετάφραση:
Equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass balance
Μετάφραση:
Mass balance
Ελληνικός όρος:
Ισότητα
Αγγλικός όρος:
Equality
Μετάφραση:
Equality
Ελληνικός όρος:
Ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Isotope
Μετάφραση:
Isotope
Ελληνικός όρος:
Ισοτρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Isotrehalose
Μετάφραση:
Isotrehalose
Ελληνικός όρος:
Ισοφθαλικό οξύ ή m-φθαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isophthalic acid or m-phthalic acid
Μετάφραση:
Isophthalic acid or m-phthalic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοφορόνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-3-κυκλοεξεν-5-όνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-2-κυκλοεξεν-1-όνη
Αγγλικός όρος:
Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one
Μετάφραση:
Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one
Ελληνικός όρος:
Ισοφορονοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Isophoronediamine, IPD
Μετάφραση:
Isophoronediamine, IPD
Ελληνικός όρος:
Ισταμίνη
Αγγλικός όρος:
Histamine
Μετάφραση:
Histamine
Ελληνικός όρος:
Ιστιδίνη
Αγγλικός όρος:
Histidine, His, H
Μετάφραση:
Histidine, His, H
Ελληνικός όρος:
Ιστόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Histogram
Μετάφραση:
Histogram
Ελληνικός όρος:
Ιστός
Αγγλικός όρος:
Mast
Μετάφραση:
Mast
Ελληνικός όρος:
Ισχαιμία
Αγγλικός όρος:
Ischemia
Μετάφραση:
Ischemia
Ελληνικός όρος:
Ισχιαλγία
Αγγλικός όρος:
Sciatica
Μετάφραση:
Sciatica
Ελληνικός όρος:
Ισχίο
Αγγλικός όρος:
Hip
Μετάφραση:
Hip
Ελληνικός όρος:
Ισχύς
Αγγλικός όρος:
Power
Μετάφραση:
Power
Ελληνικός όρος:
Ισχύς βάσεων
Αγγλικός όρος:
Base strength
Μετάφραση:
Base strength
Ελληνικός όρος:
Ισχύς έκλουσης
Αγγλικός όρος:
Eluotropic series
Μετάφραση:
Eluotropic series
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »