Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 37 - 72 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Καθοδήγηση
Αγγλικός όρος:
Guidance
Μετάφραση:
Guidance
Ελληνικός όρος:
Καθοδικά προστατευόμενα μεταλλικά μέρη
Αγγλικός όρος:
Cathodically protected metallic parts
Μετάφραση:
Cathodically protected metallic parts
Ελληνικός όρος:
Καθορισμένες (προκαθορισμένες) συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Stipulated (predetermined) conditions
Μετάφραση:
Stipulated (predetermined) conditions
Ελληνικός όρος:
Καθορισμένο οργανικό χημικό προϊόν
Αγγλικός όρος:
Discrete organic chemical
Μετάφραση:
Discrete organic chemical
Ελληνικός όρος:
Καθυστέρηση
Αγγλικός όρος:
Delay
Μετάφραση:
Delay
Ελληνικός όρος:
Καθυστέρηση μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transportation lag
Μετάφραση:
Transportation lag
Ελληνικός όρος:
Καιρικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Weather conditions
Μετάφραση:
Weather conditions
Ελληνικός όρος:
Καίσιο
Αγγλικός όρος:
Cesium, Cs
Μετάφραση:
Cesium, Cs
Ελληνικός όρος:
Κακοήθεια
Αγγλικός όρος:
Malignance
Μετάφραση:
Malignance
Ελληνικός όρος:
Κακόηθες μελάνωμα
Αγγλικός όρος:
Malignant melanoma, MM
Μετάφραση:
Malignant melanoma, MM
Ελληνικός όρος:
Κακός σχεδιασμός της θέσης εργασίας
Αγγλικός όρος:
Poor job design
Μετάφραση:
Poor job design
Ελληνικός όρος:
Κακωδυλικό οξύ ή διμεθυλοαρσενικικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cacodylic acid, dimethylarsenic acid
Μετάφραση:
Cacodylic acid, dimethylarsenic acid
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις άκρας χειρός
Αγγλικός όρος:
Hand injuries
Μετάφραση:
Hand injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις του αυχένα
Αγγλικός όρος:
Neck injuries
Μετάφραση:
Neck injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις του καρπού
Αγγλικός όρος:
Wrist injuries
Μετάφραση:
Wrist injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις των ώμων
Αγγλικός όρος:
Shoulder injuries
Μετάφραση:
Shoulder injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις του αγκώνα
Αγγλικός όρος:
Elbow injuries
Μετάφραση:
Elbow injuries
Ελληνικός όρος:
Καλάθι
Αγγλικός όρος:
Crate
Μετάφραση:
Crate
Ελληνικός όρος:
Καλαμποκέλαιο, αραβισιτέλαιο
Αγγλικός όρος:
Corn oil
Μετάφραση:
Corn oil
Ελληνικός όρος:
Καλέστε αμέσως το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
Immediately call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
Immediately call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
Call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό, εάν αισθανθείτε αδιαθεσία
Αγγλικός όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician if you feel unwell
Μετάφραση:
Call a POISON CENTER or doctor/physician if you feel unwell
Ελληνικός όρος:
Καλή εργαστηριακή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good laboratory practice, GLP
Μετάφραση:
Good laboratory practice, GLP
Ελληνικός όρος:
Καλή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good practice
Μετάφραση:
Good practice
Ελληνικός όρος:
Καλή πρακτική μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Good measurement practice, GMP
Μετάφραση:
Good measurement practice, GMP
Ελληνικός όρος:
Κάλιο ή ποτάσσιο
Αγγλικός όρος:
Potassium
Μετάφραση:
Potassium
Ελληνικός όρος:
Καλιφόρνιο
Αγγλικός όρος:
Californium, Cf
Μετάφραση:
Californium, Cf
Ελληνικός όρος:
Καλκόνη
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Μετάφραση:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Καλλιέργεια
Αγγλικός όρος:
Cultivation, culture
Μετάφραση:
Cultivation, culture
Ελληνικός όρος:
Καλούπι
Αγγλικός όρος:
Mould
Μετάφραση:
Mould
Ελληνικός όρος:
Καλσιφερόλη
Αγγλικός όρος:
Calciferol, ergocalciferol, vitamin D2
Μετάφραση:
Calciferol, ergocalciferol, vitamin D2
Ελληνικός όρος:
Κάλυμμα κεφαλής
Αγγλικός όρος:
Headgear, hood
Μετάφραση:
Headgear, hood
Ελληνικός όρος:
Καλώδια για σταθερές συσκευές
Αγγλικός όρος:
Cable for fixed apparatus
Μετάφραση:
Cable for fixed apparatus
Ελληνικός όρος:
Καλώδια επέκτασης
Αγγλικός όρος:
Extension cords
Μετάφραση:
Extension cords
Ελληνικός όρος:
Καλώδιο
Αγγλικός όρος:
Cable, wire
Μετάφραση:
Cable, wire
Ελληνικός όρος:
Καμιά ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Do nothing strategy
Μετάφραση:
Do nothing strategy
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Τρέχουσα σελίδα
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »