Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 361 - 396 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κινητές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Mobile machinery
Μετάφραση:
Mobile machinery
Ελληνικός όρος:
Κινητές μονάδες γεώτρησης ανοικτής θαλλάσης
Αγγλικός όρος:
Mobile offshore drilling units
Μετάφραση:
Mobile offshore drilling units
Ελληνικός όρος:
Κινητές σκάλες
Αγγλικός όρος:
Mobile ladders
Μετάφραση:
Mobile ladders
Ελληνικός όρος:
Κινητή μονάδα κατασκευής εκρηκτικών
Αγγλικός όρος:
Mobile explosives manufacturing unit, MEMU
Μετάφραση:
Mobile explosives manufacturing unit, MEMU
Ελληνικός όρος:
Κινητή σκάλα
Αγγλικός όρος:
Gangway
Μετάφραση:
Gangway
Ελληνικός όρος:
Κινητή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Movable apparatus
Μετάφραση:
Movable apparatus
Ελληνικός όρος:
Κινητή φάση
Αγγλικός όρος:
Mobile phase
Μετάφραση:
Mobile phase
Ελληνικός όρος:
Κινητήρας
Αγγλικός όρος:
Engine, motor
Μετάφραση:
Engine, motor
Ελληνικός όρος:
Κινητήρας επαγωγής
Αγγλικός όρος:
Induction motor
Μετάφραση:
Induction motor
Ελληνικός όρος:
Κινητήρας εσωτερικής καύσης
Αγγλικός όρος:
Internal combustion engine
Μετάφραση:
Internal combustion engine
Ελληνικός όρος:
Κινητήρες με μεταβλητή τροφοδοσία συχνότητας και τάσης
Αγγλικός όρος:
Motors supplied at varying frequency and voltage
Μετάφραση:
Motors supplied at varying frequency and voltage
Ελληνικός όρος:
Κινητικότητα προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Personnel turnover
Μετάφραση:
Personnel turnover
Ελληνικός όρος:
Κινητό εργοτάξιο
Αγγλικός όρος:
Mobile construction sites
Μετάφραση:
Mobile construction sites
Ελληνικός όρος:
Κινητός εξοπλισμός ανακύκλωσης προϊόντων αποξήλωσης οδών
Αγγλικός όρος:
Mobile recycling of road demolition waste
Μετάφραση:
Mobile recycling of road demolition waste
Ελληνικός όρος:
Κινητός προφυλακτήρας
Αγγλικός όρος:
Movable guard
Μετάφραση:
Movable guard
Ελληνικός όρος:
Κινιλίνη
Αγγλικός όρος:
Quiniline
Μετάφραση:
Quiniline
Ελληνικός όρος:
Κινίνη
Αγγλικός όρος:
Quinine
Μετάφραση:
Quinine
Ελληνικός όρος:
Κινναμωμική αλδεΰδη ή 3-φαινυλοπροπενάλη ή 3-πεντυλο-2-προπενάλη
Αγγλικός όρος:
Cinnamaldehyde, 3-phenylpropenal, 3-phenyl-2-propenal
Μετάφραση:
Cinnamaldehyde, 3-phenylpropenal, 3-phenyl-2-propenal
Ελληνικός όρος:
Κινναμωμική αλκοόλη ή 3-φαινυλο-2-προπεν-1-όλη
Αγγλικός όρος:
Cinnamyl alcohol, 3-phenyl-2-propen-1-ol
Μετάφραση:
Cinnamyl alcohol, 3-phenyl-2-propen-1-ol
Ελληνικός όρος:
Κινναμωμικό οξύ ή 3-φαινυλο-2-προπενοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cinnamic acid, 3-phenyl-2-propenoic acid
Μετάφραση:
Cinnamic acid, 3-phenyl-2-propenoic acid
Ελληνικός όρος:
Κινναμωμικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cinnamate
Μετάφραση:
Ethyl cinnamate
Ελληνικός όρος:
Κινολίνη
Αγγλικός όρος:
Quinoline
Μετάφραση:
Quinoline
Ελληνικός όρος:
Κινόνη
Αγγλικός όρος:
Quinone
Μετάφραση:
Quinone
Ελληνικός όρος:
Κινοξαλίνη
Αγγλικός όρος:
Quinoxaline
Μετάφραση:
Quinoxaline
Ελληνικός όρος:
Κινούμενα μέρη
Αγγλικός όρος:
Moving parts
Μετάφραση:
Moving parts
Ελληνικός όρος:
Κινούμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Moving vehicles
Μετάφραση:
Moving vehicles
Ελληνικός όρος:
Κινούμενες ζώνες
Αγγλικός όρος:
Moving boundaries
Μετάφραση:
Moving boundaries
Ελληνικός όρος:
Κινυδρόνη
Αγγλικός όρος:
Quinhydrone
Μετάφραση:
Quinhydrone
Ελληνικός όρος:
Κιούριο
Αγγλικός όρος:
Curium, Cm
Μετάφραση:
Curium, Cm
Ελληνικός όρος:
Κίρρωση
Αγγλικός όρος:
Cirrhosis
Μετάφραση:
Cirrhosis
Ελληνικός όρος:
Κιτράλη
Αγγλικός όρος:
Citral
Μετάφραση:
Citral
Ελληνικός όρος:
Κιτρική ορφεναδρίνη
Αγγλικός όρος:
Orphenadrine citrate
Μετάφραση:
Orphenadrine citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό δικάλιο
Αγγλικός όρος:
Dipotassium citrate
Μετάφραση:
Dipotassium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό δινάτριο
Αγγλικός όρος:
Disodium citrate
Μετάφραση:
Disodium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό ιόν
Αγγλικός όρος:
Citric ion
Μετάφραση:
Citric ion
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium citrate
Μετάφραση:
Potassium citrate
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Τρέχουσα σελίδα
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »