Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 397 - 432 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό μονοκάλιο
Αγγλικός όρος:
Monopotassium citrate
Μετάφραση:
Monopotassium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό μονονάτριο
Αγγλικός όρος:
Monosodium citrate
Μετάφραση:
Monosodium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό οξύ ή 2-υδροξυ-1,2,3-προπανοτρικαρβονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Citric acid, 2-hydroxy-1,2,3-propanetricarboxylic acid
Μετάφραση:
Citric acid, 2-hydroxy-1,2,3-propanetricarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό τρικάλιο
Αγγλικός όρος:
Tripotassium citrate
Μετάφραση:
Tripotassium citrate
Ελληνικός όρος:
Κιτρικό τρινάτριο
Αγγλικός όρος:
Trisodium citrate
Μετάφραση:
Trisodium citrate
Ελληνικός όρος:
Κλαδικά τεχνικά συμβούλια
Αγγλικός όρος:
Technical sector boards
Μετάφραση:
Technical sector boards
Ελληνικός όρος:
Κλαδικό Ινστιτούτο Εργασίας Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας
Αγγλικός όρος:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Μετάφραση:
Labour Institute Petroleum and Chemical Industry
Ελληνικός όρος:
Κλάδος-στόχος
Αγγλικός όρος:
Target sector
Μετάφραση:
Target sector
Ελληνικός όρος:
Κλάσεις θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature classes
Μετάφραση:
Temperature classes
Ελληνικός όρος:
Κλάσμα μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass fraction
Μετάφραση:
Mass fraction
Ελληνικός όρος:
Κλειδί (γαλλικό)
Αγγλικός όρος:
Wrench
Μετάφραση:
Wrench
Ελληνικός όρος:
Κλείσιμο
Αγγλικός όρος:
Closure
Μετάφραση:
Closure
Ελληνικός όρος:
Κλειστή πηγή
Αγγλικός όρος:
Sealed source
Μετάφραση:
Sealed source
Ελληνικός όρος:
Κλειστή φορτάμαξα
Αγγλικός όρος:
Closed wagon
Μετάφραση:
Closed wagon
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Closed container
Μετάφραση:
Closed container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων
Αγγλικός όρος:
Closed bulk container
Μετάφραση:
Closed bulk container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό όχημα
Αγγλικός όρος:
Closed vehicle
Μετάφραση:
Closed vehicle
Ελληνικός όρος:
Κλειστού κυκλώματος (π.χ. συσκευή)
Αγγλικός όρος:
Closed-circuit
Μετάφραση:
Closed-circuit
Ελληνικός όρος:
Κληρονομικότητα
Αγγλικός όρος:
Heredity
Μετάφραση:
Heredity
Ελληνικός όρος:
Κλίβανοι
Αγγλικός όρος:
Kilns
Μετάφραση:
Kilns
Ελληνικός όρος:
Κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Ladder, scale
Μετάφραση:
Ladder, scale
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοποίηση
Αγγλικός όρος:
Scaling
Μετάφραση:
Scaling
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Stairs
Μετάφραση:
Stairs
Ελληνικός όρος:
Κλιμακωτή προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Tiered approach
Μετάφραση:
Tiered approach
Ελληνικός όρος:
Κλιματισμός
Αγγλικός όρος:
Air conditioning
Μετάφραση:
Air conditioning
Ελληνικός όρος:
Κλινικά πρωτόκολλα
Αγγλικός όρος:
Clinical protocols
Μετάφραση:
Clinical protocols
Ελληνικός όρος:
Κλινικές δοκιμές
Αγγλικός όρος:
Clinical trials, clinical test
Μετάφραση:
Clinical trials, clinical test
Ελληνικός όρος:
Κλινικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Clinical guidlines
Μετάφραση:
Clinical guidlines
Ελληνικός όρος:
Κλινική βιοχημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical biochemistry
Μετάφραση:
Clinical biochemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινική χημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical chemistry
Μετάφραση:
Clinical chemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινικοί δείκτες
Αγγλικός όρος:
Clinical indicators
Μετάφραση:
Clinical indicators
Ελληνικός όρος:
Κλινικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Clinical audit
Μετάφραση:
Clinical audit
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ
Αγγλικός όρος:
Clinker
Μετάφραση:
Clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ τσιμέντου
Αγγλικός όρος:
Cement clinker
Μετάφραση:
Cement clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίση (π.χ. καμπύλης)
Αγγλικός όρος:
Slope
Μετάφραση:
Slope
Ελληνικός όρος:
Κλοπιδόλη
Αγγλικός όρος:
Clopidol, methylchloropindol
Μετάφραση:
Clopidol, methylchloropindol
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Τρέχουσα σελίδα
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »