Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 577 - 612 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κυανίδια
Αγγλικός όρος:
Cyanides
Μετάφραση:
Cyanides
Ελληνικός όρος:
Κυανίδιο του υδρογόνου
Αγγλικός όρος:
Hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile, prussic acid
Μετάφραση:
Hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, formonitrile, prussic acid
Ελληνικός όρος:
Κυανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Cyanates
Μετάφραση:
Cyanates
Ελληνικός όρος:
Κυανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyanic acid
Μετάφραση:
Cyanic acid
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχα άλατα
Αγγλικός όρος:
Cyanide salts
Μετάφραση:
Cyanide salts
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχο αλλύλιο
Αγγλικός όρος:
Allyl cyanide
Μετάφραση:
Allyl cyanide
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχο ιόν
Αγγλικός όρος:
Cyanide ion
Μετάφραση:
Cyanide ion
Ελληνικός όρος:
Κυανιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper cyanide
Μετάφραση:
Copper cyanide
Ελληνικός όρος:
Κυανο-2-προπανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
2-cyano-2-propanol, Acetone cyanohydrin, 2-methylacetonitrile
Μετάφραση:
2-cyano-2-propanol, Acetone cyanohydrin, 2-methylacetonitrile
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλική ένωση
Αγγλικός όρος:
Κυανοακρυλική ένωση
Μετάφραση:
Κυανοακρυλική ένωση
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyanoacrylate
Μετάφραση:
Ethyl cyanoacrylate
Ελληνικός όρος:
Κυανοακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl cyanoacrilate
Μετάφραση:
Methyl cyanoacrilate
Ελληνικός όρος:
Κυανοβουτυρικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl cyanobutyrate
Μετάφραση:
Ethyl cyanobutyrate
Ελληνικός όρος:
Κυανογόνο ή δικυάνιο ή αιθανοδινιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Cyanogen or dicyan or ethane dinitrile
Μετάφραση:
Cyanogen or dicyan or ethane dinitrile
Ελληνικός όρος:
Κυανοξικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium cyanoacetate
Μετάφραση:
Sodium cyanoacetate
Ελληνικός όρος:
Κυανοοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Cyanoacetic ester, ethyl cyanoacetate
Μετάφραση:
Cyanoacetic ester, ethyl cyanoacetate
Ελληνικός όρος:
Κυανοοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Cyanoacetic ester, ethyl cyanoacetate
Μετάφραση:
Cyanoacetic ester, ethyl cyanoacetate
Ελληνικός όρος:
Κυανοπυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Cyanopyridine
Μετάφραση:
Cyanopyridine
Ελληνικός όρος:
Κυανοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Cyanohydrin
Μετάφραση:
Cyanohydrin
Ελληνικός όρος:
Κυάνωση
Αγγλικός όρος:
Cyanosis
Μετάφραση:
Cyanosis
Ελληνικός όρος:
Κυεξατίνη
Αγγλικός όρος:
Cyhexatin
Μετάφραση:
Cyhexatin
Ελληνικός όρος:
Κυκλικά ιμίδια
Αγγλικός όρος:
Cyclic imides
Μετάφραση:
Cyclic imides
Ελληνικός όρος:
Κυκλικό πριόνι
Αγγλικός όρος:
Circular saw
Μετάφραση:
Circular saw
Ελληνικός όρος:
Κυκλικοί αλειφατικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Cyclic aliphatic hydrocarbons
Μετάφραση:
Cyclic aliphatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Κυκλικοί ανυδρίτες
Αγγλικός όρος:
Cyclic anhydrides
Μετάφραση:
Cyclic anhydrides
Ελληνικός όρος:
Κυκλοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Cyclobutane
Μετάφραση:
Cyclobutane
Ελληνικός όρος:
Κυκλοβουτένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclobutene
Μετάφραση:
Cyclobutene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοδεξτρίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclodextrin
Μετάφραση:
Cyclodextrin
Ελληνικός όρος:
Κυκλοδωδεκατριένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclododecatriene
Μετάφραση:
Cyclododecatriene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξαδιένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclohexadiene
Μετάφραση:
Cyclohexadiene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Cyclohexane
Μετάφραση:
Cyclohexane
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξανοκαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Cyclohexanecarboxylic acid
Μετάφραση:
Cyclohexanecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξανόλη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexanol
Μετάφραση:
Cyclohexanol
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξανόνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexanone
Μετάφραση:
Cyclohexanone
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξένιο
Αγγλικός όρος:
Cyclohexene
Μετάφραση:
Cyclohexene
Ελληνικός όρος:
Κυκλοεξενοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Cyclohexene oxide
Μετάφραση:
Cyclohexene oxide
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Τρέχουσα σελίδα
17
Page
18
Page
19
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »