Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Καπνοί ασφάλτου
Αγγλικός όρος:
Asphalt fumes
Μετάφραση:
Asphalt fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνοί κηρού παραφίνης
Αγγλικός όρος:
Paraffin wax fume
Μετάφραση:
Paraffin wax fume
Ελληνικός όρος:
Καπνοί συγκoλλήσεων αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Aluminium welding fumes
Μετάφραση:
Aluminium welding fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνοί συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Welding fumes
Μετάφραση:
Welding fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνός
Αγγλικός όρος:
Smoke, fume
Μετάφραση:
Smoke, fume
Ελληνικός όρος:
Καπνός (π.χ. καμινάδας)
Αγγλικός όρος:
Soot
Μετάφραση:
Soot
Ελληνικός όρος:
Καπνός ασφάλτου ως αερόλυμα διαλυτό στο βενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Asphalt fume as benzene-soluble aerosol
Μετάφραση:
Asphalt fume as benzene-soluble aerosol
Ελληνικός όρος:
Καπνός τσιγάρου
Αγγλικός όρος:
Tobacco smoke
Μετάφραση:
Tobacco smoke
Ελληνικός όρος:
Καπνός χλωριούχου αμμωνίου
Αγγλικός όρος:
Ammonium chloride fume
Μετάφραση:
Ammonium chloride fume
Ελληνικός όρος:
Καπρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Capric acid, decanoic acid
Μετάφραση:
Capric acid, decanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπρολακτάμη
Αγγλικός όρος:
Caprolactam
Μετάφραση:
Caprolactam
Ελληνικός όρος:
Καπροναλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Caproaldehyde
Μετάφραση:
Caproaldehyde
Ελληνικός όρος:
Καπροναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproamide, hexanamide
Μετάφραση:
Caproamide, hexanamide
Ελληνικός όρος:
Καπρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caproic acid, hexanoic acid
Μετάφραση:
Caproic acid, hexanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπροϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproyl chloride
Μετάφραση:
Caproyl chloride
Ελληνικός όρος:
Καπρυλικό οξύ ή οκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caprylic acid or octanoic acid
Μετάφραση:
Caprylic acid or octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπτάνη
Αγγλικός όρος:
Captan
Μετάφραση:
Captan
Ελληνικός όρος:
Καπταφόλη
Αγγλικός όρος:
Captafol
Μετάφραση:
Captafol
Ελληνικός όρος:
Καραντίνα
Αγγλικός όρος:
Quarantine
Μετάφραση:
Quarantine
Ελληνικός όρος:
Καρβαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Carbazole
Μετάφραση:
Carbazole
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium carbamate
Μετάφραση:
Ammonium carbamate
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbamic acid
Μετάφραση:
Carbamic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβανύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl, phenyl isocyanate
Μετάφραση:
Carbonyl, phenyl isocyanate
Ελληνικός όρος:
Καρβαρύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbaryl
Μετάφραση:
Carbaryl
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium carbide, calcium acetylide
Μετάφραση:
Calcium carbide, calcium acetylide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του βορίου
Αγγλικός όρος:
Boron carbide
Μετάφραση:
Boron carbide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του πυριτίου ή ανθρακοπυρίτιο
Αγγλικός όρος:
Silicon carbide (C-Si)
Μετάφραση:
Silicon carbide (C-Si)
Ελληνικός όρος:
Καρβινόλη
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol
Μετάφραση:
Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Καρβιτόλη ή μονοαιθυλεθέρας της διαιθυλενογλυκόλης ή μονοαιθυλεθέρας της αιθυλενοδιγλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE
Μετάφραση:
Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE
Ελληνικός όρος:
Καρβολικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid
Μετάφραση:
Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβόνιο
Αγγλικός όρος:
Carbon, C
Μετάφραση:
Carbon, C
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl
Μετάφραση:
Carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του κοβαλτίου
Αγγλικός όρος:
Cobalt carbonyl
Μετάφραση:
Cobalt carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του νικελίου
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Μετάφραση:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Ελληνικός όρος:
Καρβονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl chloride, phosgene
Μετάφραση:
Carbonyl chloride, phosgene
Ελληνικός όρος:
Καρβοξύλιo
Αγγλικός όρος:
Carboxyl
Μετάφραση:
Carboxyl
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »