Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Καρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carboxylic acid
Μετάφραση:
Carboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Καρδιά
Αγγλικός όρος:
Heart
Μετάφραση:
Heart
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακή τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular toxicology
Μετάφραση:
Cardiovascular toxicology
Ελληνικός όρος:
Καρδιαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system
Μετάφραση:
Cardiovascular system
Ελληνικός όρος:
Καρδιακή πάθηση
Αγγλικός όρος:
Heart disease
Μετάφραση:
Heart disease
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular
Μετάφραση:
Cardiovascular
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαγγειακό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Cardiovascular system, CVS
Μετάφραση:
Cardiovascular system, CVS
Ελληνικός όρος:
Καρδιοαναπνευστική ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Cardiopulmonary resuscitation, CPR
Μετάφραση:
Cardiopulmonary resuscitation, CPR
Ελληνικός όρος:
Καρδιοτοξικό
Αγγλικός όρος:
Cardiotoxic
Μετάφραση:
Cardiotoxic
Ελληνικός όρος:
Καρκινογένεση
Αγγλικός όρος:
Carcinogenesis
Μετάφραση:
Carcinogenesis
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνα
Αγγλικός όρος:
Carcinogens
Μετάφραση:
Carcinogens
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες ή τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες (ΚΜΤ)
Αγγλικός όρος:
Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR
Μετάφραση:
Carcinogenic, mutagenic or toxic to reproduction, CMR
Ελληνικός όρος:
Καρκινογόνος
Αγγλικός όρος:
Carcinogen
Μετάφραση:
Carcinogen
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος
Αγγλικός όρος:
Cancer
Μετάφραση:
Cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Αγγλικός όρος:
Bladder cancer
Μετάφραση:
Bladder cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος της ρινικής κοιλότητας
Αγγλικός όρος:
Nasal cancer
Μετάφραση:
Nasal cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin cancer
Μετάφραση:
Skin cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του εγκεφάλου
Αγγλικός όρος:
Brain cancer
Μετάφραση:
Brain cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα
Αγγλικός όρος:
Throat cancer
Μετάφραση:
Throat cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του πνεύμονα
Αγγλικός όρος:
Lung cancer
Μετάφραση:
Lung cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye cancer
Μετάφραση:
Eye cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των πνευμόνων λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνωμα
Αγγλικός όρος:
Carcinoma
Μετάφραση:
Carcinoma
Ελληνικός όρος:
Καροτένιο
Αγγλικός όρος:
Carotene
Μετάφραση:
Carotene
Ελληνικός όρος:
Καρούλι
Αγγλικός όρος:
Drum, reel
Μετάφραση:
Drum, reel
Ελληνικός όρος:
Καρπός
Αγγλικός όρος:
Wrist
Μετάφραση:
Wrist
Ελληνικός όρος:
Καρτεσιανές συντεταγμένες
Αγγλικός όρος:
Cartesian coordinates
Μετάφραση:
Cartesian coordinates
Ελληνικός όρος:
Καρυδάκι
Αγγλικός όρος:
Nut runner
Μετάφραση:
Nut runner
Ελληνικός όρος:
Καρφί
Αγγλικός όρος:
Nail
Μετάφραση:
Nail
Ελληνικός όρος:
Κασσιτεροκόλληση ή μαλακή κόλληση
Αγγλικός όρος:
Soldering
Μετάφραση:
Soldering
Ελληνικός όρος:
Κασσίτερος ή στάννιο
Αγγλικός όρος:
Tin (Sn)
Μετάφραση:
Tin (Sn)
Ελληνικός όρος:
Κασσιτέρωση
Αγγλικός όρος:
Stannosis
Μετάφραση:
Stannosis
Ελληνικός όρος:
Καστάνια
Αγγλικός όρος:
Ratchet
Μετάφραση:
Ratchet
Ελληνικός όρος:
Κατ΄οίκον εργασία
Αγγλικός όρος:
Home-based work
Μετάφραση:
Home-based work
Ελληνικός όρος:
Κατ’οίκον εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Home workers
Μετάφραση:
Home workers
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »