Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 115
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μεγάλων λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of large wall stones
Μετάφραση:
Working of large wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μικρών λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of small wall stones
Μετάφραση:
Working of small wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοπόνιο
Αγγλικός όρος:
Lithopone
Μετάφραση:
Lithopone
Ελληνικός όρος:
Λίμα
Αγγλικός όρος:
File
Μετάφραση:
File
Ελληνικός όρος:
Λιναλόλη
Αγγλικός όρος:
Linalol
Μετάφραση:
Linalol
Ελληνικός όρος:
Λινάρι
Αγγλικός όρος:
Flax
Μετάφραση:
Flax
Ελληνικός όρος:
Λινδάνιο
Αγγλικός όρος:
Lindane
Μετάφραση:
Lindane
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Μετάφραση:
Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκός τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin linoleate
Μετάφραση:
Tributyltin linoleate
Ελληνικός όρος:
Λινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Linseed oil
Μετάφραση:
Linseed oil
Ελληνικός όρος:
Λινολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linolenic acid
Μετάφραση:
Linolenic acid
Ελληνικός όρος:
Λίπανση
Αγγλικός όρος:
Lubricating
Μετάφραση:
Lubricating
Ελληνικός όρος:
Λιπαντικό
Αγγλικός όρος:
Lubricant, grease
Μετάφραση:
Lubricant, grease
Ελληνικός όρος:
Λιπαρό οξύ ελαίου κολοφωνίου
Αγγλικός όρος:
Tall oil fatty acid
Μετάφραση:
Tall oil fatty acid
Ελληνικός όρος:
Λιπασματοποίηση
Αγγλικός όρος:
Compost plants
Μετάφραση:
Compost plants
Ελληνικός όρος:
Λίπη
Αγγλικός όρος:
Fats
Μετάφραση:
Fats
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Lipoprotein
Μετάφραση:
Lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας
Αγγλικός όρος:
High-density lipoprotein
Μετάφραση:
High-density lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιπόφιλο
Αγγλικός όρος:
Hydrophobic, lipophilic
Μετάφραση:
Hydrophobic, lipophilic
Ελληνικός όρος:
Λίστα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Checklist
Μετάφραση:
Checklist
Ελληνικός όρος:
Λιωμένος
Αγγλικός όρος:
Molten
Μετάφραση:
Molten
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική
Αγγλικός όρος:
Logarithmic
Μετάφραση:
Logarithmic
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική κατανομή
Αγγλικός όρος:
Logarithmic distribution
Μετάφραση:
Logarithmic distribution
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική φάση ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Log phase
Μετάφραση:
Log phase
Ελληνικός όρος:
Λογικά προβλέψιμη κακή χρήση
Αγγλικός όρος:
Reasonably foreseeable misuse
Μετάφραση:
Reasonably foreseeable misuse
Ελληνικός όρος:
Λογικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Logic system
Μετάφραση:
Logic system
Ελληνικός όρος:
Λογιστική συνάρτηση
Αγγλικός όρος:
Logistic function
Μετάφραση:
Logistic function
Ελληνικός όρος:
Λόγος απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response ratio
Μετάφραση:
Response ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος επαναρροής
Αγγλικός όρος:
Reflex ratio
Μετάφραση:
Reflex ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος μάζας/ φορτίου
Αγγλικός όρος:
Mass/charge ratio (m/z)
Μετάφραση:
Mass/charge ratio (m/z)
Ελληνικός όρος:
Λόγος μέγιστης εσωτερικής επαγωγής και αντίστασης
Αγγλικός όρος:
Maximum internal inductance to resistance ratio
Μετάφραση:
Maximum internal inductance to resistance ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filling ratio
Μετάφραση:
Filling ratio
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Infectious diseases
Μετάφραση:
Infectious diseases
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ή παρασιτικές ασθένειες που μεταδίδονται στον άνθρωπο από ζώα ή από πτώματα ζώων
Αγγλικός όρος:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Μετάφραση:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Ελληνικός όρος:
Λοίμωξη
Αγγλικός όρος:
Infection
Μετάφραση:
Infection
Ελληνικός όρος:
Λοιπές δραστηριότητες
Αγγλικός όρος:
Other activities
Μετάφραση:
Other activities
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »