Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 37 - 72 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Fuel oil
Μετάφραση:
Fuel oil
Ελληνικός όρος:
Μαθητευόμενος
Αγγλικός όρος:
Apprentice
Μετάφραση:
Apprentice
Ελληνικός όρος:
Μακεδονικό Ινστιτούτο Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Macedonian Work Institute
Μετάφραση:
Macedonian Work Institute
Ελληνικός όρος:
Μακριά από θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Keep away from heat
Μετάφραση:
Keep away from heat
Ελληνικός όρος:
Μακριά από θερμότητα/σπινθήρες/φλόγες/θερμές επιφάνειες
Αγγλικός όρος:
Keep away from heat/sparks/open flames/hot surfaces
Μετάφραση:
Keep away from heat/sparks/open flames/hot surfaces
Ελληνικός όρος:
Μακριά από κατοικημένους χώρους
Αγγλικός όρος:
Keep away from living quarters
Μετάφραση:
Keep away from living quarters
Ελληνικός όρος:
Μακριά από καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Keep away from combustible material
Μετάφραση:
Keep away from combustible material
Ελληνικός όρος:
Μακριά από παιδιά
Αγγλικός όρος:
Keep out of reach of children
Μετάφραση:
Keep out of reach of children
Ελληνικός όρος:
Μακριά από πηγές ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Keep away from sources of ignition
Μετάφραση:
Keep away from sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Μακριά από τρόφιμα, ποτά και ζωοτροφές
Αγγλικός όρος:
Keep away from food, drink and animal feedingstuffs
Μετάφραση:
Keep away from food, drink and animal feedingstuffs
Ελληνικός όρος:
Μακρομόρια
Αγγλικός όρος:
Macromolecules
Μετάφραση:
Macromolecules
Ελληνικός όρος:
Μακροπρόθεσμος κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Chronic hazard, long term hazard
Μετάφραση:
Chronic hazard, long term hazard
Ελληνικός όρος:
Μακροσκοπική κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Macroscopic scale
Μετάφραση:
Macroscopic scale
Ελληνικός όρος:
Μακρόχρονη λανθάνουσα περίοδος
Αγγλικός όρος:
Long latency period
Μετάφραση:
Long latency period
Ελληνικός όρος:
Μακροχρόνια έκθεση σε υπερβολικό θόρυβο
Αγγλικός όρος:
Long-term exposure to excessive noise
Μετάφραση:
Long-term exposure to excessive noise
Ελληνικός όρος:
Μαλαθείον
Αγγλικός όρος:
Malathion
Μετάφραση:
Malathion
Ελληνικός όρος:
Μαλακό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Soft wood
Μετάφραση:
Soft wood
Ελληνικός όρος:
Μαλακός χάλυβας
Αγγλικός όρος:
Mild steel
Μετάφραση:
Mild steel
Ελληνικός όρος:
Μαλλί ή έριο
Αγγλικός όρος:
Wool
Μετάφραση:
Wool
Ελληνικός όρος:
Μαλτάση
Αγγλικός όρος:
Maltase
Μετάφραση:
Maltase
Ελληνικός όρος:
Μαλτοβιονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Maltobionic acid
Μετάφραση:
Maltobionic acid
Ελληνικός όρος:
Μαλτόζη
Αγγλικός όρος:
Maltose
Μετάφραση:
Maltose
Ελληνικός όρος:
Μανδύας καλωδίου
Αγγλικός όρος:
Cable sheath
Μετάφραση:
Cable sheath
Ελληνικός όρος:
Μανίκι
Αγγλικός όρος:
Sleeve
Μετάφραση:
Sleeve
Ελληνικός όρος:
Μαννάνη
Αγγλικός όρος:
Mannan
Μετάφραση:
Mannan
Ελληνικός όρος:
Μανναρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannaric acid, mannosaccharic acid
Μετάφραση:
Mannaric acid, mannosaccharic acid
Ελληνικός όρος:
Μαννιτόλη
Αγγλικός όρος:
Mannitol
Μετάφραση:
Mannitol
Ελληνικός όρος:
Μαννόζη
Αγγλικός όρος:
Mannose (C6H12O6)
Μετάφραση:
Mannose (C6H12O6)
Ελληνικός όρος:
Μαννονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannonic acid
Μετάφραση:
Mannonic acid
Ελληνικός όρος:
Μαννοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Mannopyranose
Μετάφραση:
Mannopyranose
Ελληνικός όρος:
Μαννοσακχαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannosaccharic acid, mannaric acid
Μετάφραση:
Mannosaccharic acid, mannaric acid
Ελληνικός όρος:
Μαννουρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mannuronic acid
Μετάφραση:
Mannuronic acid
Ελληνικός όρος:
Μανομετρική πίεση
Αγγλικός όρος:
Gauge pressure
Μετάφραση:
Gauge pressure
Ελληνικός όρος:
Μάρμαρο
Αγγλικός όρος:
Marble
Μετάφραση:
Marble
Ελληνικός όρος:
Μαρμαροτεχνίτες
Αγγλικός όρος:
Marble workers
Μετάφραση:
Marble workers
Ελληνικός όρος:
Μαρμαρυγία
Αγγλικός όρος:
Mica, biotite, muscovite
Μετάφραση:
Mica, biotite, muscovite
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Τρέχουσα σελίδα
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »