Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 541 - 576 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μηχανικοί πιεστήρες
Αγγλικός όρος:
Mechanical presses
Μετάφραση:
Mechanical presses
Ελληνικός όρος:
Μηχανικός (π.χ. αυτοκινήτων)
Αγγλικός όρος:
Mechanic (e.g. car mechanic)
Μετάφραση:
Mechanic (e.g. car mechanic)
Ελληνικός όρος:
Μηχανικός (π.χ. ηλεκτρολόγος μηχανικός)
Αγγλικός όρος:
Engineer (e.g. electrical engineer)
Μετάφραση:
Engineer (e.g. electrical engineer)
Ελληνικός όρος:
Μηχανικός εγκλωβισμός
Αγγλικός όρος:
Mechanical containment
Μετάφραση:
Mechanical containment
Ελληνικός όρος:
Μηχανικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Mechanical cleaning
Μετάφραση:
Mechanical cleaning
Ελληνικός όρος:
Μηχανικός χειρισμός
Αγγλικός όρος:
Mechanical handling
Μετάφραση:
Mechanical handling
Ελληνικός όρος:
Μηχανικών κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Mechanical risks
Μετάφραση:
Mechanical risks
Ελληνικός όρος:
Μηχανισμός
Αγγλικός όρος:
Mechanism
Μετάφραση:
Mechanism
Ελληνικός όρος:
Μηχανισμός πηδαλίου
Αγγλικός όρος:
Steering gear
Μετάφραση:
Steering gear
Ελληνικός όρος:
Μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας (ΜΠΒ)
Αγγλικός όρος:
Instrument for pre-accession, IPA
Μετάφραση:
Instrument for pre-accession, IPA
Ελληνικός όρος:
Μηχανοκίνητα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Motor vehicles
Μετάφραση:
Motor vehicles
Ελληνικός όρος:
Μηχανολογία συστημάτων ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Engineering controls
Μετάφραση:
Engineering controls
Ελληνικός όρος:
Μηχανολογικός εξοπλισμός κτιρίου
Αγγλικός όρος:
Building equipment
Μετάφραση:
Building equipment
Ελληνικός όρος:
Μηχανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Mechanisation
Μετάφραση:
Mechanisation
Ελληνικός όρος:
Μηχανοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Machine room
Μετάφραση:
Machine room
Ελληνικός όρος:
Μηχανουργική κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Machining
Μετάφραση:
Machining
Ελληνικός όρος:
Μία ουσία, μία καταχώριση
Αγγλικός όρος:
One Substance, One Registration, OSOR
Μετάφραση:
One Substance, One Registration, OSOR
Ελληνικός όρος:
Μιας χρήσης (π.χ. γάντια)
Αγγλικός όρος:
Single use
Μετάφραση:
Single use
Ελληνικός όρος:
Μίγμα
Αγγλικός όρος:
Mixture
Μετάφραση:
Mixture
Ελληνικός όρος:
Μίγμα μεθυλακετυλενίου-προπαδιενίου
Αγγλικός όρος:
Methyl acetylene- propadiene mixture, MAPP
Μετάφραση:
Methyl acetylene- propadiene mixture, MAPP
Ελληνικός όρος:
Μίκα
Αγγλικός όρος:
Mica, biotite, muscovite
Μετάφραση:
Mica, biotite, muscovite
Ελληνικός όρος:
Μικρό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Small container
Μετάφραση:
Small container
Ελληνικός όρος:
Μικροαερόφιλα
Αγγλικός όρος:
Micro-aerophiles
Μετάφραση:
Micro-aerophiles
Ελληνικός όρος:
Μικροβιοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Germicides
Μετάφραση:
Germicides
Ελληνικός όρος:
Μικροβιολογικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Microbiological hazards
Μετάφραση:
Microbiological hazards
Ελληνικός όρος:
Μικροκλίμα
Αγγλικός όρος:
Microclimate
Μετάφραση:
Microclimate
Ελληνικός όρος:
Μικροκύματα
Αγγλικός όρος:
Microwaves
Μετάφραση:
Microwaves
Ελληνικός όρος:
Μικροκυματική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Microwave radiation
Μετάφραση:
Microwave radiation
Ελληνικός όρος:
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)
Αγγλικός όρος:
Small and medium enterprise (SME)
Μετάφραση:
Small and medium enterprise (SME)
Ελληνικός όρος:
Μικροοργανισμός
Αγγλικός όρος:
Micro-organism
Μετάφραση:
Micro-organism
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Phase contrast microscopy, PCM
Μετάφραση:
Phase contrast microscopy, PCM
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία πολωμένου φωτός
Αγγλικός όρος:
Polarized light microscopy, PLM
Μετάφραση:
Polarized light microscopy, PLM
Ελληνικός όρος:
Μικτή επιτροπή για την πιστοποίηση οργανισμών περίθαλψης
Αγγλικός όρος:
Joint commission for the accreditation of health organizations (JCAHO)
Μετάφραση:
Joint commission for the accreditation of health organizations (JCAHO)
Ελληνικός όρος:
Μικτή συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Combination packaging
Μετάφραση:
Combination packaging
Ελληνικός όρος:
Μικύλλια
Αγγλικός όρος:
Micelles
Μετάφραση:
Micelles
Ελληνικός όρος:
Μίνιο ή ερυθρό μικτό οξείδο του μολύβδου
Αγγλικός όρος:
Read lead
Μετάφραση:
Read lead
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Τρέχουσα σελίδα
16
Page
17
Page
18
Page
19
Page
20
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »