Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 577 - 612 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μισθολογικές καταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Records of wages
Μετάφραση:
Records of wages
Ελληνικός όρος:
Μνήμη
Αγγλικός όρος:
Memory
Μετάφραση:
Memory
Ελληνικός όρος:
Μνήμη απομόνωσης
Αγγλικός όρος:
Buffer memory
Μετάφραση:
Buffer memory
Ελληνικός όρος:
Μνημόνιο συνεννόησης των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα
Αγγλικός όρος:
Memorandum of Understanding on Paris State Control, MOU
Μετάφραση:
Memorandum of Understanding on Paris State Control, MOU
Ελληνικός όρος:
Μολ
Αγγλικός όρος:
Mole
Μετάφραση:
Mole
Ελληνικός όρος:
Μολυβδαίνιο
Αγγλικός όρος:
Molybdenum (Mo)
Μετάφραση:
Molybdenum (Mo)
Ελληνικός όρος:
Μόλυβδος ή πλούμπιο
Αγγλικός όρος:
Lead (Pb)
Μετάφραση:
Lead (Pb)
Ελληνικός όρος:
Μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination
Μετάφραση:
Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Μολυσματική ασθένεια
Αγγλικός όρος:
Infectious disease
Μετάφραση:
Infectious disease
Ελληνικός όρος:
Μολυσμένα ενδύματα εργασίας δεν πρέπει να βγαίνουν από το χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Contaminated work clothing should not be allowed out of the workplace
Μετάφραση:
Contaminated work clothing should not be allowed out of the workplace
Ελληνικός όρος:
Μονάδα
Αγγλικός όρος:
Establishment
Μετάφραση:
Establishment
Ελληνικός όρος:
Μονάδα (π.χ. μέτρησης, παραγωγής κ.λπ.)
Αγγλικός όρος:
Unit
Μετάφραση:
Unit
Ελληνικός όρος:
Μονάδα ανώτερης βαθμίδας
Αγγλικός όρος:
Upper-tier establishment
Μετάφραση:
Upper-tier establishment
Ελληνικός όρος:
Μονάδα κατώτερης βαθμίδας
Αγγλικός όρος:
Lower-tier establishment
Μετάφραση:
Lower-tier establishment
Ελληνικός όρος:
Μονάδα μείωσης των εκπομπών
Αγγλικός όρος:
Emission reduction unit (ERU)
Μετάφραση:
Emission reduction unit (ERU)
Ελληνικός όρος:
Μονάδα μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transport unit
Μετάφραση:
Transport unit
Ελληνικός όρος:
Μονάδα μεταφοράς φορτίου
Αγγλικός όρος:
Cargo transport unit
Μετάφραση:
Cargo transport unit
Ελληνικός όρος:
Μονάδα συγκόλλησης μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metal welding unit, MWU
Μετάφραση:
Metal welding unit, MWU
Ελληνικός όρος:
Μονάδα σχηματισμού αποικίας
Αγγλικός όρος:
Colony-forming unit, CFU
Μετάφραση:
Colony-forming unit, CFU
Ελληνικός όρος:
Μονάδες οπτικής απεικόνισης (ΜΟΑ)
Αγγλικός όρος:
Visual display units (VDUs)
Μετάφραση:
Visual display units (VDUs)
Ελληνικός όρος:
Μόνιμες αναπηρίες
Αγγλικός όρος:
Permanent disabilities
Μετάφραση:
Permanent disabilities
Ελληνικός όρος:
Μόνιμες θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Permanent workplaces
Μετάφραση:
Permanent workplaces
Ελληνικός όρος:
Μόνιμη διανομή
Αγγλικός όρος:
Permanent residence
Μετάφραση:
Permanent residence
Ελληνικός όρος:
Μόνιμη επίδραση
Αγγλικός όρος:
Irreversible effect
Μετάφραση:
Irreversible effect
Ελληνικός όρος:
Μόνιμη μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Fixed contamination
Μετάφραση:
Fixed contamination
Ελληνικός όρος:
Μόνιμο σύστημα πυρόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Fixed firefighting system
Μετάφραση:
Fixed firefighting system
Ελληνικός όρος:
Μόνο εφόσον το θύμα διατηρεί τις αισθήσεις του
Αγγλικός όρος:
Only if the person is conscious
Μετάφραση:
Only if the person is conscious
Ελληνικός όρος:
Μονοαλκυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol monoalkyl ether
Μετάφραση:
Ethylene glycol monoalkyl ether
Ελληνικός όρος:
Μονοαλκυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Monoalkylmalonic ester
Μετάφραση:
Monoalkylmalonic ester
Ελληνικός όρος:
Μονοαλκυλοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Monoalkylacetoacetic ester
Μετάφραση:
Monoalkylacetoacetic ester
Ελληνικός όρος:
Μονοκαναλικός αναλυτής
Αγγλικός όρος:
Single channel
Μετάφραση:
Single channel
Ελληνικός όρος:
Μονόκλωνα καλώδια χωρίς μανδύα
Αγγλικός όρος:
Non-sheathed single cores
Μετάφραση:
Non-sheathed single cores
Ελληνικός όρος:
Μονοκόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Unimodal distribution
Μετάφραση:
Unimodal distribution
Ελληνικός όρος:
Μονοκροτωφώς
Αγγλικός όρος:
Monocrotophos
Μετάφραση:
Monocrotophos
Ελληνικός όρος:
Μονολινουρόνη
Αγγλικός όρος:
Monolinuron
Μετάφραση:
Monolinuron
Ελληνικός όρος:
Μονομεθυλοδιβρωμο-διφαινυλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Monomethyl-dibromo-diphenyl methane, bromobenzylbromotoluen, DBBT
Μετάφραση:
Monomethyl-dibromo-diphenyl methane, bromobenzylbromotoluen, DBBT
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Τρέχουσα σελίδα
17
Page
18
Page
19
Page
20
Page
21
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »