Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μάσκα
Αγγλικός όρος:
Mask
Μετάφραση:
Mask
Ελληνικός όρος:
Μάσκα κεφαλής ή κράνος ηλεκτροσυγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Welding helmet
Μετάφραση:
Welding helmet
Ελληνικός όρος:
Μάσκα με στομίδα
Αγγλικός όρος:
Mouthpiece assembly mask
Μετάφραση:
Mouthpiece assembly mask
Ελληνικός όρος:
Μάσκα μισού προσώπου
Αγγλικός όρος:
Half mask
Μετάφραση:
Half mask
Ελληνικός όρος:
Μάσκα ολόκληρου προσώπου
Αγγλικός όρος:
Full face mask
Μετάφραση:
Full face mask
Ελληνικός όρος:
Μάτι
Αγγλικός όρος:
Eye
Μετάφραση:
Eye
Ελληνικός όρος:
Ματσακόνι
Αγγλικός όρος:
Chipping hammer
Μετάφραση:
Chipping hammer
Ελληνικός όρος:
Μαχαίρι
Αγγλικός όρος:
Knife
Μετάφραση:
Knife
Ελληνικός όρος:
Μεβινφώς
Αγγλικός όρος:
Mevinphos
Μετάφραση:
Mevinphos
Ελληνικός όρος:
Μεγάλη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Large packaging
Μετάφραση:
Large packaging
Ελληνικός όρος:
Μεγάλη συσκευασία περισυλλογής
Αγγλικός όρος:
Large salvage packaging
Μετάφραση:
Large salvage packaging
Ελληνικός όρος:
Μεγάλο ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Major accident
Μετάφραση:
Major accident
Ελληνικός όρος:
Μεγάλο εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Large container
Μετάφραση:
Large container
Ελληνικός όρος:
Μεγάφωνο
Αγγλικός όρος:
Loudspeaker
Μετάφραση:
Loudspeaker
Ελληνικός όρος:
Μέγεθος
Αγγλικός όρος:
Size, quantity
Μετάφραση:
Size, quantity
Ελληνικός όρος:
Μέγεθος δείγματος
Αγγλικός όρος:
Sample size
Μετάφραση:
Sample size
Ελληνικός όρος:
Μέγεθος κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Severity
Μετάφραση:
Severity
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη ανεκτή δόση
Αγγλικός όρος:
Maximum tolerable dose, LD0 , MTD
Μετάφραση:
Maximum tolerable dose, LD0 , MTD
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη ανεκτή συγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Maximum tolerable concentration, LC 0 , MTC
Μετάφραση:
Maximum tolerable concentration, LC 0 , MTC
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη ανηγμένη απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Maximum normalized deviation
Μετάφραση:
Maximum normalized deviation
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη εμφανιζόμενη πίεση
Αγγλικός όρος:
Maximum incidental pressure, MIP
Μετάφραση:
Maximum incidental pressure, MIP
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη εξωτερική επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Maximum external inductance
Μετάφραση:
Maximum external inductance
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη εξωτερική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Maximum external capacitance
Μετάφραση:
Maximum external capacitance
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη επιτρεπόμενη μικτή μάζα
Αγγλικός όρος:
Maximum permissible gross mass
Μετάφραση:
Maximum permissible gross mass
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη Επιτρεπόμενη Συγκέντρωση (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
Maximum Allowable Concentration (USA)
Μετάφραση:
Maximum Allowable Concentration (USA)
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη επιτρεπτή πίεση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Maximum allowable working pressure, MAWP
Μετάφραση:
Maximum allowable working pressure, MAWP
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη εσωτερική επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Maximum internal inductance
Μετάφραση:
Maximum internal inductance
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη εσωτερική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Maximum internal capacitance
Μετάφραση:
Maximum internal capacitance
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη θερμοκρασία επιφάνειας
Αγγλικός όρος:
Maximum surface temperature
Μετάφραση:
Maximum surface temperature
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Maximum service temperature
Μετάφραση:
Maximum service temperature
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη ισχύς εισόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum input power
Μετάφραση:
Maximum input power
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη ισχύς εξόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum output power
Μετάφραση:
Maximum output power
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη καθαρή μάζα
Αγγλικός όρος:
Maximum net mass
Μετάφραση:
Maximum net mass
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη κανονική πίεση λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Maximum normal operating pressure
Μετάφραση:
Maximum normal operating pressure
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη πίεση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Maximum working pressure
Μετάφραση:
Maximum working pressure
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη πίεση λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Maximum operating pressure, MOP
Μετάφραση:
Maximum operating pressure, MOP
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »