Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test method
Μετάφραση:
Test method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος επιβεβαίωσης
Αγγλικός όρος:
Confirmatory method
Μετάφραση:
Confirmatory method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος καθημερινής πράξης (ρουτίνας)
Αγγλικός όρος:
Routine method
Μετάφραση:
Routine method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος με ανιχνευτή
Αγγλικός όρος:
Tracer method
Μετάφραση:
Tracer method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος που απαιτεί περιβαλλοντικές διορθώσεις
Αγγλικός όρος:
Method requiring environmental corrections
Μετάφραση:
Method requiring environmental corrections
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος ταχείας ισορροπίας κλειστού δοχείου
Αγγλικός όρος:
Rapid equilibrium closed cup method
Μετάφραση:
Rapid equilibrium closed cup method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος τήξης
Αγγλικός όρος:
Fusion process
Μετάφραση:
Fusion process
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος της σταθερής προσθήκης
Αγγλικός όρος:
Standard addition
Μετάφραση:
Standard addition
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων
Αγγλικός όρος:
Least square method
Μετάφραση:
Least square method
Ελληνικός όρος:
Μεθομύλιο
Αγγλικός όρος:
Methomyl
Μετάφραση:
Methomyl
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυαιθανόλη ή μεθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Methoxyethanol, ethylene glycol methyl ether, EGME
Μετάφραση:
Methoxyethanol, ethylene glycol methyl ether, EGME
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Anisidine, methoxyaniline
Μετάφραση:
Anisidine, methoxyaniline
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυβενζαλδεΰδη p-
Αγγλικός όρος:
Anisaldehyde, p-methoxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Anisaldehyde, p-methoxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Methoxybenzoic acid
Μετάφραση:
Methoxybenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυβενζοϊκό οξύ p-
Αγγλικός όρος:
Anisic acid, p-methoxybenzoic acid
Μετάφραση:
Anisic acid, p-methoxybenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Methoxyhexane
Μετάφραση:
Methoxyhexane
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυμεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl ether, methoxymethane
Μετάφραση:
Dimethyl ether, methoxymethane
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυπροπανόλη
Αγγλικός όρος:
Methoxypropanol
Μετάφραση:
Methoxypropanol
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Methoxyphenol
Μετάφραση:
Methoxyphenol
Ελληνικός όρος:
Μεθοξυχλώριο
Αγγλικός όρος:
Methoxychlor, DMTD
Μετάφραση:
Methoxychlor, DMTD
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαζινφως
Αγγλικός όρος:
Azinphos methyl
Μετάφραση:
Azinphos methyl
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl ether
Μετάφραση:
Methyl ether
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαιθυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl ethyl ketone
Μετάφραση:
Methyl ethyl ketone
Ελληνικός όρος:
Μεθυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylacetylene, propyne
Μετάφραση:
Methylacetylene, propyne
Ελληνικός όρος:
Μεθυλακετυλίδιο του λιθίου
Αγγλικός όρος:
Lithium methylacetylide
Μετάφραση:
Lithium methylacetylide
Ελληνικός όρος:
Μεθυλάλη
Αγγλικός όρος:
Methylal
Μετάφραση:
Methylal
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Methylamine
Μετάφραση:
Methylamine
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαμυλική κετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Μετάφραση:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Ελληνικός όρος:
Μεθυλαμυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Μετάφραση:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Ελληνικός όρος:
Μεθυλανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Methyl aniline
Μετάφραση:
Methyl aniline
Ελληνικός όρος:
Μεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylene
Μετάφραση:
Methylene
Ελληνικός όρος:
Μεθυλενοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Μετάφραση:
Methylene bromide, dibromomethane, methylene dibromide
Ελληνικός όρος:
Μεθυλενο-δις (2-χλωροανιλίνη) 4,4-
Αγγλικός όρος:
4,4-methylene bis(2-chloroaniline), MBOCA, MOCA
Μετάφραση:
4,4-methylene bis(2-chloroaniline), MBOCA, MOCA
Ελληνικός όρος:
Μεθυλενοτριφαινυλοφωσφοράνιο
Αγγλικός όρος:
Methylenetriphenylphosphorane
Μετάφραση:
Methylenetriphenylphosphorane
Ελληνικός όρος:
Μεθυλενοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Μετάφραση:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Ελληνικός όρος:
Μεθυλεστέρας του λαυρικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Methyl laurate, methyl dodecanoate
Μετάφραση:
Methyl laurate, methyl dodecanoate
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »