Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 360 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μεσοθηλίωμα λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Mean, average
Μετάφραση:
Mean, average
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος των τετραγώνων των διαδοχικών διαφορών
Αγγλικός όρος:
Mean square successive differences
Μετάφραση:
Mean square successive differences
Ελληνικός όρος:
Μέσος χρόνος γενεάς
Αγγλικός όρος:
Mean generation time
Μετάφραση:
Mean generation time
Ελληνικός όρος:
Μεσοτίμηση
Αγγλικός όρος:
Averaging
Μετάφραση:
Averaging
Ελληνικός όρος:
Μεσόφιλα
Αγγλικός όρος:
Mesophiles
Μετάφραση:
Mesophiles
Ελληνικός όρος:
Μεσύλιο
Αγγλικός όρος:
Mesyl (Ms)
Μετάφραση:
Mesyl (Ms)
Ελληνικός όρος:
Μέσω ή εντός
Αγγλικός όρος:
Through or into
Μετάφραση:
Through or into
Ελληνικός όρος:
Μετα-
Αγγλικός όρος:
Meta- (m-)
Μετάφραση:
Meta- (m-)
Ελληνικός όρος:
Μετα-ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Meta-analysis
Μετάφραση:
Meta-analysis
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη αιτία
Αγγλικός όρος:
Change cause
Μετάφραση:
Change cause
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη συχνότητα και τάση
Αγγλικός όρος:
Varying frequency and voltage
Μετάφραση:
Varying frequency and voltage
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενο περιβάλλον της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Changing world of work
Μετάφραση:
Changing world of work
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική διάταξη
Αγγλικός όρος:
Transitional provision
Μετάφραση:
Transitional provision
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Transition state
Μετάφραση:
Transition state
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Variable
Μετάφραση:
Variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή εξαρτημένη
Αγγλικός όρος:
Dependent variable
Μετάφραση:
Dependent variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητότητα
Αγγλικός όρος:
Variability
Μετάφραση:
Variability
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές ήσσονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Minor changes
Μετάφραση:
Minor changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές μείζονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Major changes
Μετάφραση:
Major changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολή της λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Change in operation
Μετάφραση:
Change in operation
Ελληνικός όρος:
Μεταβολικές δυσλειτουργίες
Αγγλικός όρος:
Metabolic disorders
Μετάφραση:
Metabolic disorders
Ελληνικός όρος:
Μεταβολική θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Metabolic heat
Μετάφραση:
Metabolic heat
Ελληνικός όρος:
Μεταβολίτης
Αγγλικός όρος:
Metabolite
Μετάφραση:
Metabolite
Ελληνικός όρος:
Μεταγενέστερος χρήστης
Αγγλικός όρος:
Downstream user, DU
Μετάφραση:
Downstream user, DU
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση
Αγγλικός όρος:
Transmission
Μετάφραση:
Transmission
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση ασθένειας
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination
Μετάφραση:
Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση σφαλμάτων
Αγγλικός όρος:
Propagation of errors
Μετάφραση:
Propagation of errors
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση του ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound propagation
Μετάφραση:
Sound propagation
Ελληνικός όρος:
Μεταδοσιμότητα δονήσεων
Αγγλικός όρος:
Vibration tranmissibility
Μετάφραση:
Vibration tranmissibility
Ελληνικός όρος:
Μεταδότης
Αγγλικός όρος:
Transmitter
Μετάφραση:
Transmitter
Ελληνικός όρος:
Μεταθεϊώδες νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium metabisulfite (Na2S2O5)
Μετάφραση:
Sodium metabisulfite (Na2S2O5)
Ελληνικός όρος:
Μετακινήσεις στον χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace transport
Μετάφραση:
Workplace transport
Ελληνικός όρος:
Μετακίνηση σε νέα θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Relocation
Μετάφραση:
Relocation
Ελληνικός όρος:
Μετακινούμενοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Mobile workers
Μετάφραση:
Mobile workers
Ελληνικός όρος:
Μεταλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Mutagenicity
Μετάφραση:
Mutagenicity
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »