Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 37 - 72 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οικολογικές μελέτες
Αγγλικός όρος:
Ecological study
Μετάφραση:
Ecological study
Ελληνικός όρος:
Οικολογική πλάνη
Αγγλικός όρος:
Ecological fallacy
Μετάφραση:
Ecological fallacy
Ελληνικός όρος:
Οικονομία
Αγγλικός όρος:
Economy
Μετάφραση:
Economy
Ελληνικός όρος:
Οικονομική δραστηριότητα
Αγγλικός όρος:
Economic activity
Μετάφραση:
Economic activity
Ελληνικός όρος:
Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών
Αγγλικός όρος:
United Nations Economic Commission for Europe (UNECE)
Μετάφραση:
United Nations Economic Commission for Europe (UNECE)
Ελληνικός όρος:
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Economic and Social Committee
Μετάφραση:
Economic and Social Committee
Ελληνικός όρος:
Οικοτοξικολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Ecotoxicological properties
Μετάφραση:
Ecotoxicological properties
Ελληνικός όρος:
Οικοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Ecotoxicity
Μετάφραση:
Ecotoxicity
Ελληνικός όρος:
Οινόπνευμα
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol
Μετάφραση:
Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Οισοφάγος
Αγγλικός όρος:
Esophagus
Μετάφραση:
Esophagus
Ελληνικός όρος:
Οιστρογόνο
Αγγλικός όρος:
Estrogen
Μετάφραση:
Estrogen
Ελληνικός όρος:
Οιστρόνη
Αγγλικός όρος:
Estrone
Μετάφραση:
Estrone
Ελληνικός όρος:
Οκτάβα
Αγγλικός όρος:
Octave
Μετάφραση:
Octave
Ελληνικός όρος:
Οκτάνιο
Αγγλικός όρος:
Octane
Μετάφραση:
Octane
Ελληνικός όρος:
Οκταχλωροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Octachloronapthalene
Μετάφραση:
Octachloronapthalene
Ελληνικός όρος:
Οκτένιο
Αγγλικός όρος:
Octene
Μετάφραση:
Octene
Ελληνικός όρος:
Οκτίνιο
Αγγλικός όρος:
Octyne
Μετάφραση:
Octyne
Ελληνικός όρος:
Οκτυλαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Octyl aldehyde
Μετάφραση:
Octyl aldehyde
Ελληνικός όρος:
Οκτύλιο
Αγγλικός όρος:
Octyl
Μετάφραση:
Octyl
Ελληνικός όρος:
Οκτωβρωμοδιφαινυλικός αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Octabromodiphenyl ether
Μετάφραση:
Octabromodiphenyl ether
Ελληνικός όρος:
Ολεϊλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Oleylamine
Μετάφραση:
Oleylamine
Ελληνικός όρος:
Ολεομαργαρίνη
Αγγλικός όρος:
Oleomargarine
Μετάφραση:
Oleomargarine
Ελληνικός όρος:
Όλεουμ (ατμίζον θειικό οξύ)
Αγγλικός όρος:
Oleum
Μετάφραση:
Oleum
Ελληνικός όρος:
Ολεφίνες
Αγγλικός όρος:
Olefins
Μετάφραση:
Olefins
Ελληνικός όρος:
Ολιγοσακχαρίτης
Αγγλικός όρος:
Oligosaccharide
Μετάφραση:
Oligosaccharide
Ελληνικός όρος:
Ολιγουρία
Αγγλικός όρος:
Oliguria
Μετάφραση:
Oliguria
Ελληνικός όρος:
Ολική ειδικότητα
Αγγλικός όρος:
Overall specificity
Μετάφραση:
Overall specificity
Ελληνικός όρος:
Ολική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Gross tonnage
Μετάφραση:
Gross tonnage
Ελληνικός όρος:
Ολικό αίμα
Αγγλικός όρος:
Whole blood
Μετάφραση:
Whole blood
Ελληνικός όρος:
Ολισθηρά δάπεδα
Αγγλικός όρος:
Slippery floors
Μετάφραση:
Slippery floors
Ελληνικός όρος:
Ολισθηρές επιφάνειες
Αγγλικός όρος:
Slippery surfaces
Μετάφραση:
Slippery surfaces
Ελληνικός όρος:
Ολίσθηση
Αγγλικός όρος:
Slip or slipping / drift or drifting
Μετάφραση:
Slip or slipping / drift or drifting
Ελληνικός όρος:
Ολίσθηση γραμμής βάσης
Αγγλικός όρος:
Baseline drift
Μετάφραση:
Baseline drift
Ελληνικός όρος:
Ολιστική προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Holistic approach
Μετάφραση:
Holistic approach
Ελληνικός όρος:
Ολλανδικό Ινστιτούτο Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Nederlands Normalisatie Institute
Μετάφραση:
Nederlands Normalisatie Institute
Ελληνικός όρος:
Όλμιο
Αγγλικός όρος:
Holmium (Ho)
Μετάφραση:
Holmium (Ho)
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Τρέχουσα σελίδα
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »