Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οξυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene
Μετάφραση:
Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Οξύς (βραχυπρόθεσμος) κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Acute (short-term) hazard
Μετάφραση:
Acute (short-term) hazard
Ελληνικός όρος:
Οξύτητα
Αγγλικός όρος:
Acidity
Μετάφραση:
Acidity
Ελληνικός όρος:
Οξυτοκίνη
Αγγλικός όρος:
Oxytocin
Μετάφραση:
Oxytocin
Ελληνικός όρος:
Οξυυδραργύρωση
Αγγλικός όρος:
Oxymercuration
Μετάφραση:
Oxymercuration
Ελληνικός όρος:
Οξυχλωριούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus oxychloride
Μετάφραση:
Phosphorus oxychloride
Ελληνικός όρος:
Οπή
Αγγλικός όρος:
Hole
Μετάφραση:
Hole
Ελληνικός όρος:
Οπή στον τοίχο
Αγγλικός όρος:
Openings in wall
Μετάφραση:
Openings in wall
Ελληνικός όρος:
Όπιο
Αγγλικός όρος:
Opium
Μετάφραση:
Opium
Ελληνικός όρος:
Οπλισμός
Αγγλικός όρος:
Reinforcing
Μετάφραση:
Reinforcing
Ελληνικός όρος:
Οπτάνθρακας (κοκ)
Αγγλικός όρος:
Coke
Μετάφραση:
Coke
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ανενεργό
Αγγλικός όρος:
Optically inactive
Μετάφραση:
Optically inactive
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ενεργό
Αγγλικός όρος:
Optically active
Μετάφραση:
Optically active
Ελληνικός όρος:
Οπτικά ενεργό υπόστρωμα
Αγγλικός όρος:
Optically active substrate
Μετάφραση:
Optically active substrate
Ελληνικός όρος:
Οπτικά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Optical instruments
Μετάφραση:
Optical instruments
Ελληνικός όρος:
Οπτικά σήματα κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Visual danger signals
Μετάφραση:
Visual danger signals
Ελληνικός όρος:
Οπτική
Αγγλικός όρος:
Optics
Μετάφραση:
Optics
Ελληνικός όρος:
Οπτική αξιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Visual evaluation
Μετάφραση:
Visual evaluation
Ελληνικός όρος:
Οπτική αποθήκευση δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Optical data storage
Μετάφραση:
Optical data storage
Ελληνικός όρος:
Οπτική καθαρότητα
Αγγλικός όρος:
Optical purity
Μετάφραση:
Optical purity
Ελληνικός όρος:
Οπτική κόπωση
Αγγλικός όρος:
Visual fatigue
Μετάφραση:
Visual fatigue
Ελληνικός όρος:
Οπτική πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Optical density
Μετάφραση:
Optical density
Ελληνικός όρος:
Οπτικό νεύρο
Αγγλικός όρος:
Optic nerve
Μετάφραση:
Optic nerve
Ελληνικός όρος:
Οπτικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Visual field
Μετάφραση:
Visual field
Ελληνικός όρος:
Όραση
Αγγλικός όρος:
Vision
Μετάφραση:
Vision
Ελληνικός όρος:
Ορατό φώς
Αγγλικός όρος:
Visible light (Vis)
Μετάφραση:
Visible light (Vis)
Ελληνικός όρος:
Οργανικά οξέα
Αγγλικός όρος:
Organic acids
Μετάφραση:
Organic acids
Ελληνικός όρος:
Οργανικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
Organic peroxides
Μετάφραση:
Organic peroxides
Ελληνικός όρος:
Οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Organic compounds
Μετάφραση:
Organic compounds
Ελληνικός όρος:
Οργανική χημεία
Αγγλικός όρος:
Organic chemistry
Μετάφραση:
Organic chemistry
Ελληνικός όρος:
Οργανικοί αλογονούχοι διαλύτες
Αγγλικός όρος:
Organic halogenated solvents
Μετάφραση:
Organic halogenated solvents
Ελληνικός όρος:
Οργανισμοί τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Standards organisations
Μετάφραση:
Standards organisations
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός
Αγγλικός όρος:
Agency
Μετάφραση:
Agency
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός (π.χ. βιολογικός)
Αγγλικός όρος:
Organism
Μετάφραση:
Organism
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός (π.χ. υπηρεσία)
Αγγλικός όρος:
Organization
Μετάφραση:
Organization
Ελληνικός όρος:
Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
Αγγλικός όρος:
Greek Manpower Employment Organization
Μετάφραση:
Greek Manpower Employment Organization
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Τρέχουσα σελίδα
7
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »