Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 289 - 324 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή οροφής
Αγγλικός όρος:
Ceiling value
Μετάφραση:
Ceiling value
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή- χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Threshold limit value -time weighted average
Μετάφραση:
Threshold limit value -time weighted average
Ελληνικός όρος:
Όριο ανιχνευσιμότητας, όριο ανίχνευσης
Αγγλικός όρος:
Detection limit, limit of detection, LOD
Μετάφραση:
Detection limit, limit of detection, LOD
Ελληνικός όρος:
Όριο απόφασης
Αγγλικός όρος:
Decision limit
Μετάφραση:
Decision limit
Ελληνικός όρος:
Όριο γραμμικότητας
Αγγλικός όρος:
Limit of linearity, LOL
Μετάφραση:
Limit of linearity, LOL
Ελληνικός όρος:
Όριο εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Explosion limit
Μετάφραση:
Explosion limit
Ελληνικός όρος:
Όριο ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control limit
Μετάφραση:
Control limit
Ελληνικός όρος:
Όριο επαγγελματικής έκθεσης- ελεγχόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit - control limit
Μετάφραση:
Occupational exposure limit - control limit
Ελληνικός όρος:
Όριο επαγγελματικής έκθεσης- προτεινόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit-recommended limit
Μετάφραση:
Occupational exposure limit-recommended limit
Ελληνικός όρος:
Όριο επιτρεπτής έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Permissible exposure limit
Μετάφραση:
Permissible exposure limit
Ελληνικός όρος:
Όριο ποσοτικοποίησης
Αγγλικός όρος:
Quantitation limit, QL, limit of quantitation, LOQ
Μετάφραση:
Quantitation limit, QL, limit of quantitation, LOQ
Ελληνικός όρος:
Όριο συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Concentration limit
Μετάφραση:
Concentration limit
Ελληνικός όρος:
Ορισθείσα εθνική αρχή
Αγγλικός όρος:
Designated national authority
Μετάφραση:
Designated national authority
Ελληνικός όρος:
Ορισμός
Αγγλικός όρος:
Definition
Μετάφραση:
Definition
Ελληνικός όρος:
Οριστική ρυθμιστική πράξη
Αγγλικός όρος:
Final regulatory action
Μετάφραση:
Final regulatory action
Ελληνικός όρος:
Ορμόνη
Αγγλικός όρος:
Hormone
Μετάφραση:
Hormone
Ελληνικός όρος:
Όροι ανανέωσης
Αγγλικός όρος:
Conditions for renewal
Μετάφραση:
Conditions for renewal
Ελληνικός όρος:
Όροι περιορισμού
Αγγλικός όρος:
Conditions of restriction
Μετάφραση:
Conditions of restriction
Ελληνικός όρος:
Ορολογία
Αγγλικός όρος:
Terminology
Μετάφραση:
Terminology
Ελληνικός όρος:
Ορός
Αγγλικός όρος:
Serum
Μετάφραση:
Serum
Ελληνικός όρος:
Όρος επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact term
Μετάφραση:
Contact term
Ελληνικός όρος:
Ορύγματα
Αγγλικός όρος:
Trenches
Μετάφραση:
Trenches
Ελληνικός όρος:
Ορυκτά αργίλου
Αγγλικός όρος:
Clay minerals
Μετάφραση:
Clay minerals
Ελληνικός όρος:
Ορυκτά λίπη
Αγγλικός όρος:
Mineral oils
Μετάφραση:
Mineral oils
Ελληνικός όρος:
Ορυκτέλαιο
Αγγλικός όρος:
Lubricating oil
Μετάφραση:
Lubricating oil
Ελληνικός όρος:
Ορυκτή πίσσα
Αγγλικός όρος:
Bitumen
Μετάφραση:
Bitumen
Ελληνικός όρος:
Ορυκτό
Αγγλικός όρος:
Mineral
Μετάφραση:
Mineral
Ελληνικός όρος:
Ορυκτός χρωμίτης
Αγγλικός όρος:
Chromite ore
Μετάφραση:
Chromite ore
Ελληνικός όρος:
Ορυχείο
Αγγλικός όρος:
Mine
Μετάφραση:
Mine
Ελληνικός όρος:
Οσαζόνη
Αγγλικός όρος:
Osazone
Μετάφραση:
Osazone
Ελληνικός όρος:
Οσμή
Αγγλικός όρος:
Odour, smell
Μετάφραση:
Odour, smell
Ελληνικός όρος:
Όσμιο
Αγγλικός όρος:
Osmium
Μετάφραση:
Osmium
Ελληνικός όρος:
Όσμωση
Αγγλικός όρος:
Osmosis
Μετάφραση:
Osmosis
Ελληνικός όρος:
Οσμωτική πίεση
Αγγλικός όρος:
Osmotic pressure
Μετάφραση:
Osmotic pressure
Ελληνικός όρος:
Οστά έσω σφυρών
Αγγλικός όρος:
Inner ankle bones
Μετάφραση:
Inner ankle bones
Ελληνικός όρος:
Οστεοαρθρικές ασθένειες των χεριών και των καρπών που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος:
Osteoarticular diseases of the hands and wrists caused by mechanical vibration
Μετάφραση:
Osteoarticular diseases of the hands and wrists caused by mechanical vibration
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Τρέχουσα σελίδα
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »