Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 360 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οστεομυικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal diseases
Μετάφραση:
Musculoskeletal diseases
Ελληνικός όρος:
Οστεοπόρωση
Αγγλικός όρος:
Osteoporosis
Μετάφραση:
Osteoporosis
Ελληνικός όρος:
Οστό ή οστούν ή κόκκαλο
Αγγλικός όρος:
Bone
Μετάφραση:
Bone
Ελληνικός όρος:
Οσφυαλγία
Αγγλικός όρος:
Lumbago
Μετάφραση:
Lumbago
Ελληνικός όρος:
Ουαρφαρίνη
Αγγλικός όρος:
Warfarin
Μετάφραση:
Warfarin
Ελληνικός όρος:
Ούλα
Αγγλικός όρος:
Gingival, gum
Μετάφραση:
Gingival, gum
Ελληνικός όρος:
Ούρα
Αγγλικός όρος:
Urine
Μετάφραση:
Urine
Ελληνικός όρος:
Ουραιμία
Αγγλικός όρος:
Uremia
Μετάφραση:
Uremia
Ελληνικός όρος:
Ουρακίλη
Αγγλικός όρος:
Uracil
Μετάφραση:
Uracil
Ελληνικός όρος:
Ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Uranium
Μετάφραση:
Uranium
Ελληνικός όρος:
Ουρεάση
Αγγλικός όρος:
Urease
Μετάφραση:
Urease
Ελληνικός όρος:
Ουρεθάνη ή καρβαμιδικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Urethane or ethyl carbamate
Μετάφραση:
Urethane or ethyl carbamate
Ελληνικός όρος:
Ουρήθρα
Αγγλικός όρος:
Urethra
Μετάφραση:
Urethra
Ελληνικός όρος:
Ούρηση
Αγγλικός όρος:
Urination
Μετάφραση:
Urination
Ελληνικός όρος:
Ουρία ή καρβαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Urea or carbamide
Μετάφραση:
Urea or carbamide
Ελληνικός όρος:
Ουρίδια
Αγγλικός όρος:
Ureides
Μετάφραση:
Ureides
Ελληνικός όρος:
Ουροδόχος κύστη
Αγγλικός όρος:
Bladder
Μετάφραση:
Bladder
Ελληνικός όρος:
Ουρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Uronic acid
Μετάφραση:
Uronic acid
Ελληνικός όρος:
Ουσία που διαβρώνει τα μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Substance corrosive to metals
Μετάφραση:
Substance corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Ουσία που όταν έρθει σε επαφή με το νερό εκλύει εύφλεκτο αέριο
Αγγλικός όρος:
Substance which in contact with water emits flammable gas
Μετάφραση:
Substance which in contact with water emits flammable gas
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Substantial change
Μετάφραση:
Substantial change
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική περίληψη μελέτης ΟΠΜ
Αγγλικός όρος:
Robust study summary (RSS)
Μετάφραση:
Robust study summary (RSS)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες άγνωστης ή ασταθούς σύνθεσης, προϊόντα πολύπλοκων αντιδράσεων ή βιολογικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)
Μετάφραση:
Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες επιβλαβείς για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environmentally hazardous substances
Μετάφραση:
Environmentally hazardous substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που απαντούν στη φύση
Αγγλικός όρος:
Substances which occur in nature
Μετάφραση:
Substances which occur in nature
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που δρουν επιφανειακά
Αγγλικός όρος:
Surfactants
Μετάφραση:
Surfactants
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία
Αγγλικός όρος:
Substances of very high concern (SVHC)
Μετάφραση:
Substances of very high concern (SVHC)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες τοξικές για την αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reprotoxic substances
Μετάφραση:
Reprotoxic substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες υπό τελωνιακή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Substances under customs supervision
Μετάφραση:
Substances under customs supervision
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενο κλάσμα για τον πληθυσμό
Αγγλικός όρος:
Attributable fraction
Μετάφραση:
Attributable fraction
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενος κίνδυνος, αποδοτέος
Αγγλικός όρος:
Attributable risk
Μετάφραση:
Attributable risk
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός
Αγγλικός όρος:
Occular
Μετάφραση:
Occular
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμολογική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Ophthalmological examination
Μετάφραση:
Ophthalmological examination
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμός
Αγγλικός όρος:
Eye
Μετάφραση:
Eye
Ελληνικός όρος:
Όχημα δεξαμενή, βυτιοφόρο όχημα
Αγγλικός όρος:
Tank-vehicle
Μετάφραση:
Tank-vehicle
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »