Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 505 - 540 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πριν την αρχή της βάρδιας
Αγγλικός όρος:
Prior to shift
Μετάφραση:
Prior to shift
Ελληνικός όρος:
Πριόνι
Αγγλικός όρος:
Saw
Μετάφραση:
Saw
Ελληνικός όρος:
Πριονίδι
Αγγλικός όρος:
Sawdust
Μετάφραση:
Sawdust
Ελληνικός όρος:
Πριονισμός
Αγγλικός όρος:
Sawing
Μετάφραση:
Sawing
Ελληνικός όρος:
Πριονοκορδέλα
Αγγλικός όρος:
Band saw, band sewing machine
Μετάφραση:
Band saw, band sewing machine
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health promotion
Μετάφραση:
Health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας στο χώρο της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace health promotion
Μετάφραση:
Workplace health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαιρετικώς αναερόβια
Αγγλικός όρος:
Facultative anaerobes
Μετάφραση:
Facultative anaerobes
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη μέση ψήφος
Αγγλικός όρος:
Predicted mean vote
Μετάφραση:
Predicted mean vote
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Predicted environmental concentration, PEC
Μετάφραση:
Predicted environmental concentration, PEC
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Predicted No Effect Concentrations, PNECs
Μετάφραση:
Predicted No Effect Concentrations, PNECs
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενο ποσοστό δυσαρέσκειας
Αγγλικός όρος:
Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD
Μετάφραση:
Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη
Αγγλικός όρος:
Forecasting
Μετάφραση:
Forecasting
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise prediction
Μετάφραση:
Noise prediction
Ελληνικός όρος:
Πρόγνωση
Αγγλικός όρος:
Prognosis
Μετάφραση:
Prognosis
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Plan
Μετάφραση:
Plan
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality programme, quality project
Μετάφραση:
Quality programme, quality project
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα συνεργασίας για παρακολούθηση και αξιολόγηση της σε μεγάλη απόσταση μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη
Αγγλικός όρος:
Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP
Μετάφραση:
Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety programs
Μετάφραση:
Safety programs
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training courses
Μετάφραση:
Training courses
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμένη έκλουση ή βαθμιδωτή έκλουση
Αγγλικός όρος:
Gradient elution
Μετάφραση:
Gradient elution
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety planning
Μετάφραση:
Safety planning
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός της ροής εργασιών
Αγγλικός όρος:
Planning of the workflow
Μετάφραση:
Planning of the workflow
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραμμένο όριο
Αγγλικός όρος:
Threshold
Μετάφραση:
Threshold
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice specifications, process specifications
Μετάφραση:
Practice specifications, process specifications
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές του αέρα στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Occupational Air Requirement, OAR
Μετάφραση:
Occupational Air Requirement, OAR
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφή
Αγγλικός όρος:
Specification
Μετάφραση:
Specification
Ελληνικός όρος:
Προεδρικό διάταγμα
Αγγλικός όρος:
Presidencial decree
Μετάφραση:
Presidencial decree
Ελληνικός όρος:
Προειδοποίηση
Αγγλικός όρος:
Warning
Μετάφραση:
Warning
Ελληνικός όρος:
Προειδοποιητική ενδυμασία για την άμεση οπτική αντίληψη
Αγγλικός όρος:
High visibility warning clothing
Μετάφραση:
High visibility warning clothing
Ελληνικός όρος:
Προειδοποιητική λέξη
Αγγλικός όρος:
Signal word
Μετάφραση:
Signal word
Ελληνικός όρος:
Προεκβολή
Αγγλικός όρος:
Extrapolation
Μετάφραση:
Extrapolation
Ελληνικός όρος:
Προέκταση
Αγγλικός όρος:
Extrapolation
Μετάφραση:
Extrapolation
Ελληνικός όρος:
Προεπιγονατική και υποεπιγονατική θυλακίτιδα
Αγγλικός όρος:
Pre-patellar and sub-patellar bursitis
Μετάφραση:
Pre-patellar and sub-patellar bursitis
Ελληνικός όρος:
Πρόθεση
Αγγλικός όρος:
Purpose
Μετάφραση:
Purpose
Ελληνικός όρος:
Προϊόν αντίδρασης
Αγγλικός όρος:
Reaction product
Μετάφραση:
Reaction product
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Τρέχουσα σελίδα
15
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »