Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 577 - 612 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Προπένιο ή προπυλένιο
Αγγλικός όρος:
Propene or propylene
Μετάφραση:
Propene or propylene
Ελληνικός όρος:
Προπενοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Propenoic acid, acrylic acid
Μετάφραση:
Propenoic acid, acrylic acid
Ελληνικός όρος:
Προπενονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Propenenitrile, acrylonitrile
Μετάφραση:
Propenenitrile, acrylonitrile
Ελληνικός όρος:
Προπέτασμα
Αγγλικός όρος:
Screen, barrier
Μετάφραση:
Screen, barrier
Ελληνικός όρος:
Προπίνιο
Αγγλικός όρος:
Propyne,methylacetylene
Μετάφραση:
Propyne,methylacetylene
Ελληνικός όρος:
Προπινυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Propynyllithium
Μετάφραση:
Propynyllithium
Ελληνικός όρος:
Προπιολακτόνη
Αγγλικός όρος:
Propiolactone
Μετάφραση:
Propiolactone
Ελληνικός όρος:
Προπιοναλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Propionaldehyde, propanal
Μετάφραση:
Propionaldehyde, propanal
Ελληνικός όρος:
Προπιοναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Propionamide
Μετάφραση:
Propionamide
Ελληνικός όρος:
Προπιονική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Propionaldehyde, propanal
Μετάφραση:
Propionaldehyde, propanal
Ελληνικός όρος:
Προπιονικό οξύ ή προπανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Propionic acid
Μετάφραση:
Propionic acid
Ελληνικός όρος:
Προπιονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl propionate
Μετάφραση:
Ethyl propionate
Ελληνικός όρος:
Προπιονύλιο
Αγγλικός όρος:
Propionyl, propanoyl
Μετάφραση:
Propionyl, propanoyl
Ελληνικός όρος:
Προπιονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Propionyl chloride
Μετάφραση:
Propionyl chloride
Ελληνικός όρος:
Προπολυμερές
Αγγλικός όρος:
Prepolymer
Μετάφραση:
Prepolymer
Ελληνικός όρος:
Προποξούριο
Αγγλικός όρος:
Propoxur
Μετάφραση:
Propoxur
Ελληνικός όρος:
Προπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Propyl ether
Μετάφραση:
Propyl ether
Ελληνικός όρος:
Προπυλαμίνη ή 1-αμινοπροπάνιο
Αγγλικός όρος:
Propylamine or 1-aminopropane
Μετάφραση:
Propylamine or 1-aminopropane
Ελληνικός όρος:
Προπυλενοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
1,2-dibromopropane, propylene bromide
Μετάφραση:
1,2-dibromopropane, propylene bromide
Ελληνικός όρος:
Προπυλενογλυκολομονομεθυλαιθέρας ή 1-μεθοξυ-2-προπανόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene glycol monomethyl ether or 1-methoxy-2-propanol, PGME
Μετάφραση:
Propylene glycol monomethyl ether or 1-methoxy-2-propanol, PGME
Ελληνικός όρος:
Προπυλενοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Propylenediamine, 1,2-propanediamine
Μετάφραση:
Propylenediamine, 1,2-propanediamine
Ελληνικός όρος:
Προπυλενοϊμίνη
Αγγλικός όρος:
Propylene imine
Μετάφραση:
Propylene imine
Ελληνικός όρος:
Προπυλενοξείδιο ή οξείδιο του προπυλενίου ή εποξυπροπάνιο ή μεθυλοξιράνιο
Αγγλικός όρος:
Propylene oxide or epoxypropane or methyl oxirane
Μετάφραση:
Propylene oxide or epoxypropane or methyl oxirane
Ελληνικός όρος:
Προπυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Propyl alcohol, propanol
Μετάφραση:
Propyl alcohol, propanol
Ελληνικός όρος:
Προπύλιο
Αγγλικός όρος:
Propyl
Μετάφραση:
Propyl
Ελληνικός όρος:
Προπυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Propyl bromide, bromopropane
Μετάφραση:
Propyl bromide, bromopropane
Ελληνικός όρος:
Προπυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Propyl naphthalene
Μετάφραση:
Propyl naphthalene
Ελληνικός όρος:
Προπυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Propyl chloride, chloropropane
Μετάφραση:
Propyl chloride, chloropropane
Ελληνικός όρος:
Προπυλοχλωροϋδρίνη ή 1-χλωρο-2-προπανόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene chlorohydrin or 1-chloro-2-propanol
Μετάφραση:
Propylene chlorohydrin or 1-chloro-2-propanol
Ελληνικός όρος:
Προσανατολισμός
Αγγλικός όρος:
Orientation
Μετάφραση:
Orientation
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή
Αγγλικός όρος:
Fitting, adaptation
Μετάφραση:
Fitting, adaptation
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή καμπύλης
Αγγλικός όρος:
Curve fitting
Μετάφραση:
Curve fitting
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο
Αγγλικός όρος:
Humanisation of work
Μετάφραση:
Humanisation of work
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Αγγλικός όρος:
Access to justice
Μετάφραση:
Access to justice
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στην απασχόληση
Αγγλικός όρος:
Access to employment
Μετάφραση:
Access to employment
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης
Αγγλικός όρος:
Health care access
Μετάφραση:
Health care access
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Τρέχουσα σελίδα
17
Page
18
Page
19
Page
20
Page
21
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »