Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας χωρητικότητας
Αγγλικός όρος:
Capacity factor
Μετάφραση:
Capacity factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντες βουλκανισμού
Αγγλικός όρος:
Vulcanising agents
Μετάφραση:
Vulcanising agents
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή αντικειμένου
Αγγλικός όρος:
Production of an article
Μετάφραση:
Production of an article
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες του ΟΟΣΑ
Αγγλικός όρος:
Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV
Μετάφραση:
Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV
Ελληνικός όρος:
Παραγωγικότητα
Αγγλικός όρος:
Productivity
Μετάφραση:
Productivity
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived minimum effect level, DMEL
Μετάφραση:
Derived minimum effect level, DMEL
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived no effect levels, DNELs
Μετάφραση:
Derived no effect levels, DNELs
Ελληνικός όρος:
Παράγωγος
Αγγλικός όρος:
Derivative
Μετάφραση:
Derivative
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός αντικειμένων
Αγγλικός όρος:
Article producer
Μετάφραση:
Article producer
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Producer of a product
Μετάφραση:
Producer of a product
Ελληνικός όρος:
Παραδοχή
Αγγλικός όρος:
Assumption
Μετάφραση:
Assumption
Ελληνικός όρος:
Παραθείον
Αγγλικός όρος:
Parathion
Μετάφραση:
Parathion
Ελληνικός όρος:
Παραισθησιογόνα
Αγγλικός όρος:
Hallucinogens
Μετάφραση:
Hallucinogens
Ελληνικός όρος:
Παρακεταμόλη
Αγγλικός όρος:
Paracetamol, 4-acetaminophenol
Μετάφραση:
Paracetamol, 4-acetaminophenol
Ελληνικός όρος:
Παρακίνηση για εργασία
Αγγλικός όρος:
Work motivation
Μετάφραση:
Work motivation
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση αερίων και ατμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of gases and vapours
Μετάφραση:
Monitoring of gases and vapours
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση επιλεγμένου ιόντος
Αγγλικός όρος:
Selected ion monitoring (SIM)
Μετάφραση:
Selected ion monitoring (SIM)
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση ή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Monitoring
Μετάφραση:
Monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση μικροοργανισμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of microorganisms
Μετάφραση:
Monitoring of microorganisms
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση σωματιδίων
Αγγλικός όρος:
Particulate monitoring
Μετάφραση:
Particulate monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH monitoring
Μετάφραση:
OSH monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace monitoring
Μετάφραση:
Workplace monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακουάτ
Αγγλικός όρος:
Paraquat
Μετάφραση:
Paraquat
Ελληνικός όρος:
Παραλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Paraldehyde
Μετάφραση:
Paraldehyde
Ελληνικός όρος:
Παραλήπτης
Αγγλικός όρος:
Consignee
Μετάφραση:
Consignee
Ελληνικός όρος:
Παραλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Fluctuation, variance
Μετάφραση:
Fluctuation, variance
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition in parallel
Μετάφραση:
Mutual recognition in parallel
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη σύνδεση
Αγγλικός όρος:
Parallel connection
Μετάφραση:
Parallel connection
Ελληνικός όρος:
Παράλυση των νεύρων λόγω πίεσης
Αγγλικός όρος:
Paralysis of the nerves due to pressure
Μετάφραση:
Paralysis of the nerves due to pressure
Ελληνικός όρος:
Παραμένοντες οργανικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Persistent organic pollutants
Μετάφραση:
Persistent organic pollutants
Ελληνικός όρος:
Παράμετροι κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice parameters
Μετάφραση:
Practice parameters
Ελληνικός όρος:
Παραμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Deformation
Μετάφραση:
Deformation
Ελληνικός όρος:
Παραπροϊόντα γαιάνθρακα
Αγγλικός όρος:
Coal by-products
Μετάφραση:
Coal by-products
Ελληνικός όρος:
Παράρτημα
Αγγλικός όρος:
Annex
Μετάφραση:
Annex
Ελληνικός όρος:
Παράσιτα
Αγγλικός όρος:
Parasites
Μετάφραση:
Parasites
Ελληνικός όρος:
Παρασιτικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Parasitic diseases
Μετάφραση:
Parasitic diseases
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »