Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πειραματικά ευρωπαϊκά τηλεπικοινωνιακά πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Experimental european telecommunication standards
Μετάφραση:
Experimental european telecommunication standards
Ελληνικός όρος:
Πειραματικό ευρωπαϊκό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
European prestandard, ENV
Μετάφραση:
European prestandard, ENV
Ελληνικός όρος:
Πειραματικός σχεδιασμός
Αγγλικός όρος:
Experimental design
Μετάφραση:
Experimental design
Ελληνικός όρος:
Πελάτης
Αγγλικός όρος:
Client, customer
Μετάφραση:
Client, customer
Ελληνικός όρος:
Πενικιλίνη
Αγγλικός όρος:
Penicillin
Μετάφραση:
Penicillin
Ελληνικός όρος:
Πένσα
Αγγλικός όρος:
Plier
Μετάφραση:
Plier
Ελληνικός όρος:
Πενταβοράνιο
Αγγλικός όρος:
Pentaborane
Μετάφραση:
Pentaborane
Ελληνικός όρος:
Πενταβρωμοδιφαινυλ-αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Pentabromodiphenyl ether
Μετάφραση:
Pentabromodiphenyl ether
Ελληνικός όρος:
Πενταδεκυλομεθακρυλικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Pentadecyl methacrylate
Μετάφραση:
Pentadecyl methacrylate
Ελληνικός όρος:
Πενταερυθριτόλη
Αγγλικός όρος:
Pentaerythritol
Μετάφραση:
Pentaerythritol
Ελληνικός όρος:
Πενταθειούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus pentasulfide
Μετάφραση:
Phosphorus pentasulfide
Ελληνικός όρος:
Πεντακαρβονύλιο του σιδήρου
Αγγλικός όρος:
Iron pentacarbonyl
Μετάφραση:
Iron pentacarbonyl
Ελληνικός όρος:
Πενταμεθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Pentamethylbenzene
Μετάφραση:
Pentamethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Πεντάνιο
Αγγλικός όρος:
Pentane
Μετάφραση:
Pentane
Ελληνικός όρος:
Πεντανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid
Μετάφραση:
Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid
Ελληνικός όρος:
Πεντανοδιόνη 1,5-
Αγγλικός όρος:
Glutaraldehyde, 1,5-pentanedione
Μετάφραση:
Glutaraldehyde, 1,5-pentanedione
Ελληνικός όρος:
Πεντανοδιόνη 2,4-
Αγγλικός όρος:
2,4-pentanedione, acetyl acetone
Μετάφραση:
2,4-pentanedione, acetyl acetone
Ελληνικός όρος:
Πεντανόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl propyl ketone, pentanone
Μετάφραση:
Methyl propyl ketone, pentanone
Ελληνικός όρος:
Πενταφθοριούχο βρώμιο
Αγγλικός όρος:
Bromide pentafluoride
Μετάφραση:
Bromide pentafluoride
Ελληνικός όρος:
Πενταφθοριούχο θείο ή θειοπενταφθορίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfur pentafluoride (SF5)
Μετάφραση:
Sulfur pentafluoride (SF5)
Ελληνικός όρος:
Πενταχλωριούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus pentachloride
Μετάφραση:
Phosphorus pentachloride
Ελληνικός όρος:
Πενταχλωροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Pentachlorobenzene
Μετάφραση:
Pentachlorobenzene
Ελληνικός όρος:
Πενταχλωροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Pentachloronaphathalene
Μετάφραση:
Pentachloronaphathalene
Ελληνικός όρος:
Πενταχλωρονιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Pentachloronitrobenzene
Μετάφραση:
Pentachloronitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Πενταχλωροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Pentachlorophenol, PCP
Μετάφραση:
Pentachlorophenol, PCP
Ελληνικός όρος:
Πεντένιο
Αγγλικός όρος:
Pentene
Μετάφραση:
Pentene
Ελληνικός όρος:
Πεντίνιο
Αγγλικός όρος:
Pentyne
Μετάφραση:
Pentyne
Ελληνικός όρος:
Πεντοζάνιο
Αγγλικός όρος:
Pentozan
Μετάφραση:
Pentozan
Ελληνικός όρος:
Πεντόζη
Αγγλικός όρος:
Pentose
Μετάφραση:
Pentose
Ελληνικός όρος:
Πεντοξείδιο του βαναδίου
Αγγλικός όρος:
Vanadium pentoxide
Μετάφραση:
Vanadium pentoxide
Ελληνικός όρος:
Πεντοξείδιο του φωσφόρου
Αγγλικός όρος:
Phosphorus pentoxide
Μετάφραση:
Phosphorus pentoxide
Ελληνικός όρος:
Πεντρίτης ή τετρανιτρικός πενταερυθρύτης
Αγγλικός όρος:
Pentaerythrotetranitrate, PETN
Μετάφραση:
Pentaerythrotetranitrate, PETN
Ελληνικός όρος:
Πεντυλακετυλίδιο του λιθίου
Αγγλικός όρος:
Lithium pentylacetylide
Μετάφραση:
Lithium pentylacetylide
Ελληνικός όρος:
Πεντύλιο
Αγγλικός όρος:
Pentyl
Μετάφραση:
Pentyl
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοϊωδίδιο tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-pentyl iodide, 2-iodo-2-methylbutane
Μετάφραση:
Tert-pentyl iodide, 2-iodo-2-methylbutane
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Pentyl chloride, 1-chloropentane
Μετάφραση:
Pentyl chloride, 1-chloropentane
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »