Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοχλωρίδιο tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-pentyl chloride, 2-chloro-2-methylbutane
Μετάφραση:
Tert-pentyl chloride, 2-chloro-2-methylbutane
Ελληνικός όρος:
Πεπιεσμένα αέρια
Αγγλικός όρος:
Compressed gas
Μετάφραση:
Compressed gas
Ελληνικός όρος:
Πεπιεσμένος αέρας
Αγγλικός όρος:
Compressed air
Μετάφραση:
Compressed air
Ελληνικός όρος:
Πεπτίδιο
Αγγλικός όρος:
Peptide
Μετάφραση:
Peptide
Ελληνικός όρος:
Πεπτικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Digestive system
Μετάφραση:
Digestive system
Ελληνικός όρος:
Περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environment
Μετάφραση:
Environment
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Environmental exposure
Μετάφραση:
Environmental exposure
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Environmental study
Μετάφραση:
Environmental study
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Environmental monitoring
Μετάφραση:
Environmental monitoring
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική χημεία
Αγγλικός όρος:
Environmental chemistry
Μετάφραση:
Environmental chemistry
Ελληνικός όρος:
Περίβλημα
Αγγλικός όρος:
Shell
Μετάφραση:
Shell
Ελληνικός όρος:
Περίβλημα ανάσχεσης διαρροών
Αγγλικός όρος:
Secondary containment
Μετάφραση:
Secondary containment
Ελληνικός όρος:
Περιγραφή
Αγγλικός όρος:
Description
Μετάφραση:
Description
Ελληνικός όρος:
Περιγραφική χημεία
Αγγλικός όρος:
Descriptive chemistry
Μετάφραση:
Descriptive chemistry
Ελληνικός όρος:
Περιέκτες αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas containers
Μετάφραση:
Gas containers
Ελληνικός όρος:
Περιέκτης υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Pressurized container
Μετάφραση:
Pressurized container
Ελληνικός όρος:
Περιέχει <όνομα της ευαισθητοποιητικής ουσίας>. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains <name of sensitizing substance>. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains <name of sensitizing substance>. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει αέριο υπό πίεση˙ εάν θερμανθούν μπορεί να εκραγούν
Αγγλικός όρος:
Contains gas under pressure; may explode if heated
Μετάφραση:
Contains gas under pressure; may explode if heated
Ελληνικός όρος:
Περιέχει αέριο υπό ψύξη
Αγγλικός όρος:
Contains refrigerated gas
Μετάφραση:
Contains refrigerated gas
Ελληνικός όρος:
Περιέχει εποξειδικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains epoxy constituents. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains epoxy constituents. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει ισοκυανικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains isocyanates. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains isocyanates. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Contains cadmium
Μετάφραση:
Contains cadmium
Ελληνικός όρος:
Περιέχει μόλυβδο
Αγγλικός όρος:
Contains lead
Μετάφραση:
Contains lead
Ελληνικός όρος:
Περιέχει χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Contains chromium
Μετάφραση:
Contains chromium
Ελληνικός όρος:
Περιεχόμενο
Αγγλικός όρος:
Content
Μετάφραση:
Content
Ελληνικός όρος:
Περίθαλψη
Αγγλικός όρος:
Relief work
Μετάφραση:
Relief work
Ελληνικός όρος:
Περίθλαση ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray diffraction (XRD)
Μετάφραση:
X-ray diffraction (XRD)
Ελληνικός όρος:
Περικνημίδες
Αγγλικός όρος:
Gaiters
Μετάφραση:
Gaiters
Ελληνικός όρος:
Περίληψη και συμπεράσματα αιτούντος
Αγγλικός όρος:
Applicant’s summary and conclusion
Μετάφραση:
Applicant’s summary and conclusion
Ελληνικός όρος:
Περίληψη μελέτης παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint study summary
Μετάφραση:
Endpoint study summary
Ελληνικός όρος:
Περίληψη παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint summary
Μετάφραση:
Endpoint summary
Ελληνικός όρος:
Περιοδικές ιατρικές εξετάσεις
Αγγλικός όρος:
Periodical medical examinations
Μετάφραση:
Periodical medical examinations
Ελληνικός όρος:
Περίοδος επώασης
Αγγλικός όρος:
Latent period
Μετάφραση:
Latent period
Ελληνικός όρος:
Περίοδος ισχύος
Αγγλικός όρος:
Period of validity
Μετάφραση:
Period of validity
Ελληνικός όρος:
Περίοδος χάριτος
Αγγλικός όρος:
Period of grace
Μετάφραση:
Period of grace
Ελληνικός όρος:
Περιορισμένη αναφορά
Αγγλικός όρος:
Underreport
Μετάφραση:
Underreport
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Τρέχουσα σελίδα
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »