Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 289 - 324 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πιθανός κίνδυνος δυσμενών επιδράσεων στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος:
Possible risk of harm to the unborn child
Μετάφραση:
Possible risk of harm to the unborn child
Ελληνικός όρος:
Πιθανότητα
Αγγλικός όρος:
Probability
Μετάφραση:
Probability
Ελληνικός όρος:
Πικολίνη
Αγγλικός όρος:
Picoline
Μετάφραση:
Picoline
Ελληνικός όρος:
Πικολινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Picolinic acid
Μετάφραση:
Picolinic acid
Ελληνικός όρος:
Πικραμίδιο
Αγγλικός όρος:
Picramide, 2,4,6-trinitroaniline
Μετάφραση:
Picramide, 2,4,6-trinitroaniline
Ελληνικός όρος:
Πικραμύγδαλο
Αγγλικός όρος:
Bitter almond
Μετάφραση:
Bitter almond
Ελληνικός όρος:
Πικρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Picric acid, 2,4,6-trinitrophenol, 2-hydroxy-1,3,5-trinitrobenzene
Μετάφραση:
Picric acid, 2,4,6-trinitrophenol, 2-hydroxy-1,3,5-trinitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Πιμελικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Pimelic acid, heptanedioic acid
Μετάφραση:
Pimelic acid, heptanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Πίνακας ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Switch board, control panel
Μετάφραση:
Switch board, control panel
Ελληνικός όρος:
Πίνακας στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Element map
Μετάφραση:
Element map
Ελληνικός όρος:
Πινακίδα πορτοκαλί χρώματος
Αγγλικός όρος:
Orange-coloured plate
Μετάφραση:
Orange-coloured plate
Ελληνικός όρος:
Πινδόνη
Αγγλικός όρος:
Pindone
Μετάφραση:
Pindone
Ελληνικός όρος:
Πινέλο
Αγγλικός όρος:
Paintbrush
Μετάφραση:
Paintbrush
Ελληνικός όρος:
Πινένιο
Αγγλικός όρος:
Pinene
Μετάφραση:
Pinene
Ελληνικός όρος:
Πιπεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Piperazine, hexahydropyrazine
Μετάφραση:
Piperazine, hexahydropyrazine
Ελληνικός όρος:
Πιπεριδίνη
Αγγλικός όρος:
Piperidine, hexahydropyridine
Μετάφραση:
Piperidine, hexahydropyridine
Ελληνικός όρος:
Πιπερονάλη
Αγγλικός όρος:
Piperonal, 3,4-methylenedioxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Piperonal, 3,4-methylenedioxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Πιπέτα
Αγγλικός όρος:
Pipette, pipet
Μετάφραση:
Pipette, pipet
Ελληνικός όρος:
Πίσσα
Αγγλικός όρος:
Tar
Μετάφραση:
Tar
Ελληνικός όρος:
Πισσάσφαλτος
Αγγλικός όρος:
Pitch
Μετάφραση:
Pitch
Ελληνικός όρος:
Πιστόλια κόλλας
Αγγλικός όρος:
Adhesive applicator gun
Μετάφραση:
Adhesive applicator gun
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών
Αγγλικός όρος:
Certified emission reduction, CER
Μετάφραση:
Certified emission reduction, CER
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιημένη τιμή
Αγγλικός όρος:
Certified value
Μετάφραση:
Certified value
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιημένο πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Certificated person
Μετάφραση:
Certificated person
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιημένο υλικό αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Certified reference material, CRM
Μετάφραση:
Certified reference material, CRM
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιημένος φορέας
Αγγλικός όρος:
Certified body
Μετάφραση:
Certified body
Ελληνικός όρος:
Πιστοποίηση ικανότητας
Αγγλικός όρος:
Certification of competence
Μετάφραση:
Certification of competence
Ελληνικός όρος:
Πιστοποίηση συμμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Certification of conformity
Μετάφραση:
Certification of conformity
Ελληνικός όρος:
Πιστοποίηση συμφωνίας
Αγγλικός όρος:
Compliance assurance
Μετάφραση:
Compliance assurance
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό
Αγγλικός όρος:
Certificate
Μετάφραση:
Certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό απαλλαγής επικίνδυνων αερίων
Αγγλικός όρος:
Gas free certificate
Μετάφραση:
Gas free certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό απεντόμωσης
Αγγλικός όρος:
Fumigation certificate
Μετάφραση:
Fumigation certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό Πρόληψης της Ρύπανσης από Πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Oil Pollution Prevention Certificate, OPPC
Μετάφραση:
Oil Pollution Prevention Certificate, OPPC
Ελληνικός όρος:
Πιστότητα
Αγγλικός όρος:
Fidelity
Μετάφραση:
Fidelity
Ελληνικός όρος:
Πιστότητα (π.χ. αναλυτικών αποτελεσμάτων)
Αγγλικός όρος:
Precision
Μετάφραση:
Precision
Ελληνικός όρος:
Πιχλωράμ
Αγγλικός όρος:
Picloram, 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, ATCP
Μετάφραση:
Picloram, 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, ATCP
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Τρέχουσα σελίδα
9
Page
10
Page
11
Page
12
Page
13
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »