Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 98 of 98
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ροτενόνη
Αγγλικός όρος:
Rotenone
Μετάφραση:
Rotenone
Ελληνικός όρος:
Ρουβερυθρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ruberythric acid
Μετάφραση:
Ruberythric acid
Ελληνικός όρος:
Ρουβίδιο
Αγγλικός όρος:
Rubidium (Rb)
Μετάφραση:
Rubidium (Rb)
Ελληνικός όρος:
Ρούζ
Αγγλικός όρος:
Rouge
Μετάφραση:
Rouge
Ελληνικός όρος:
Ρουθήνιο
Αγγλικός όρος:
Routhenium (Ru)
Μετάφραση:
Routhenium (Ru)
Ελληνικός όρος:
Ρουμπίνιο
Αγγλικός όρος:
Ruby
Μετάφραση:
Ruby
Ελληνικός όρος:
Ρουτίλιο
Αγγλικός όρος:
Rutile
Μετάφραση:
Rutile
Ελληνικός όρος:
Ρούχο
Αγγλικός όρος:
Garment
Μετάφραση:
Garment
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής
Αγγλικός όρος:
Regulator
Μετάφραση:
Regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ιξώδους
Αγγλικός όρος:
Viscosity modifier
Μετάφραση:
Viscosity modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ροής
Αγγλικός όρος:
Flow modifier
Μετάφραση:
Flow modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής στροφών
Αγγλικός όρος:
Governor
Μετάφραση:
Governor
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής τάσης
Αγγλικός όρος:
Voltage regulator
Μετάφραση:
Voltage regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Regulatory committee
Μετάφραση:
Regulatory committee
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer
Μετάφραση:
Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer
Μετάφραση:
Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστικό διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Buffer solution
Μετάφραση:
Buffer solution
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός ειδικής απορρόφησης ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Specific energy absorption rate (SAR)
Μετάφραση:
Specific energy absorption rate (SAR)
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Ventilation rate
Μετάφραση:
Ventilation rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reset rate
Μετάφραση:
Reset rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εργασίας καθοριζόμενος από τη μηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine dictated work pace
Μετάφραση:
Machine dictated work pace
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός καύσης
Αγγλικός όρος:
Burning rate
Μετάφραση:
Burning rate
Ελληνικός όρος:
Ρυμουλκούμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Trailers
Μετάφραση:
Trailers
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Pollution
Μετάφραση:
Pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental pollution
Μετάφραση:
Environmental pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύποι/ρυπογόνες ουσίες του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Pollutants, environmental pollutants
Μετάφραση:
Pollutants, environmental pollutants
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3