Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 648
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Στατιστική βεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Statistical certainty
Μετάφραση:
Statistical certainty
Ελληνικός όρος:
Στατιστική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Statistical test
Μετάφραση:
Statistical test
Ελληνικός όρος:
Στατιστική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Regression
Μετάφραση:
Regression
Ελληνικός όρος:
Στατιστική σημαντικότητα
Αγγλικός όρος:
Statistic significance
Μετάφραση:
Statistic significance
Ελληνικός όρος:
Στατιστική συσχέτιση
Αγγλικός όρος:
Correlation
Μετάφραση:
Correlation
Ελληνικός όρος:
Στατιστικό Γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αγγλικός όρος:
Statistical Office of the European Communities
Μετάφραση:
Statistical Office of the European Communities
Ελληνικός όρος:
Στατιστικός Έλεγχος Διεργασιών
Αγγλικός όρος:
Statistical Process Control
Μετάφραση:
Statistical Process Control
Ελληνικός όρος:
Στεαραμίδιο ή στεατοαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Stearamide
Μετάφραση:
Stearamide
Ελληνικός όρος:
Στέατα
Αγγλικός όρος:
Stearates
Μετάφραση:
Stearates
Ελληνικός όρος:
Στεατικό οξύ ή δεκαοκτανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Stearic acid or octadecanoic acid (C18H36O2)
Μετάφραση:
Stearic acid or octadecanoic acid (C18H36O2)
Ελληνικός όρος:
Στεατικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl stearate
Μετάφραση:
Ethyl stearate
Ελληνικός όρος:
Στεατοϋλοχλωρίδιο ή χλωρίδιο στεατικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Stearoylchloride
Μετάφραση:
Stearoylchloride
Ελληνικός όρος:
Στεγανό σύγκρουσης
Αγγλικός όρος:
Forepeak
Μετάφραση:
Forepeak
Ελληνικός όρος:
Στεγανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Sealing
Μετάφραση:
Sealing
Ελληνικός όρος:
Στεγανοποιητικός δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Sealing ring
Μετάφραση:
Sealing ring
Ελληνικός όρος:
Στεγανότητα
Αγγλικός όρος:
Tightness
Μετάφραση:
Tightness
Ελληνικός όρος:
Στέγη
Αγγλικός όρος:
Roof
Μετάφραση:
Roof
Ελληνικός όρος:
Στεγνό καθάρισμα
Αγγλικός όρος:
Dry cleaning
Μετάφραση:
Dry cleaning
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήρας παρτίδας
Αγγλικός όρος:
Drying stove
Μετάφραση:
Drying stove
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήρες συνεχούς ροής
Αγγλικός όρος:
Continuous dryers
Μετάφραση:
Continuous dryers
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήριο με αέρα
Αγγλικός όρος:
Air dryer
Μετάφραση:
Air dryer
Ελληνικός όρος:
Στελέχωση
Αγγλικός όρος:
Staffing
Μετάφραση:
Staffing
Ελληνικός όρος:
Στερεά άλατα
Αγγλικός όρος:
Solid salts
Μετάφραση:
Solid salts
Ελληνικός όρος:
Στερεά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Solid wastes
Μετάφραση:
Solid wastes
Ελληνικός όρος:
Στερεά γωνία
Αγγλικός όρος:
Solid angle
Μετάφραση:
Solid angle
Ελληνικός όρος:
Στερεά κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Solid state
Μετάφραση:
Solid state
Ελληνικός όρος:
Στερεακτίνιο
Αγγλικός όρος:
Steradian
Μετάφραση:
Steradian
Ελληνικός όρος:
Στερεό εμπόδιο
Αγγλικός όρος:
Solid obstacle
Μετάφραση:
Solid obstacle
Ελληνικός όρος:
Στεροϊδές
Αγγλικός όρος:
Steroid
Μετάφραση:
Steroid
Ελληνικός όρος:
Στήθος
Αγγλικός όρος:
Chest
Μετάφραση:
Chest
Ελληνικός όρος:
Στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Ozone layer
Μετάφραση:
Ozone layer
Ελληνικός όρος:
Στιβίνη ή υδρίδιο του αντιμονίου
Αγγλικός όρος:
Stibine or antimony hydride
Μετάφραση:
Stibine or antimony hydride
Ελληνικός όρος:
Στιγμιαία κορυφή (π.χ θορύβου)
Αγγλικός όρος:
Spike
Μετάφραση:
Spike
Ελληνικός όρος:
Στιγμιαίο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Spot sample
Μετάφραση:
Spot sample
Ελληνικός όρος:
Στιλβένιο
Αγγλικός όρος:
Stilbene
Μετάφραση:
Stilbene
Ελληνικός όρος:
Στιλβολείανση
Αγγλικός όρος:
Polish grinding
Μετάφραση:
Polish grinding
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Τρέχουσα σελίδα
7
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »