Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 366
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τετραφαινυλαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Tetraphenylethene
Μετάφραση:
Tetraphenylethene
Ελληνικός όρος:
Τετραφθοριούχο θείο ή θειοτετραφθορίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfur tetrafluoride
Μετάφραση:
Sulfur tetrafluoride
Ελληνικός όρος:
Τετραφθοροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Tetrafluoroethylene
Μετάφραση:
Tetrafluoroethylene
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωριωμένη διοξίνη
Αγγλικός όρος:
Tetrachlorodibenzodioxine or 2,3,7,8-tetrachlorodibenzo-p-dioxin (TCDD)
Μετάφραση:
Tetrachlorodibenzodioxine or 2,3,7,8-tetrachlorodibenzo-p-dioxin (TCDD)
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetrachloroethane
Μετάφραση:
Tetrachloroethane
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροαιθυλένιο ή τετραχλωρίδιο του αιθυλενίου ή υπερχλωροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Tetrachloroethylene or ethylene tetrachloride or perchloroethylene (PCE)
Μετάφραση:
Tetrachloroethylene or ethylene tetrachloride or perchloroethylene (PCE)
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροβενζοκινόνη
Αγγλικός όρος:
Chloranil, tetrachlorobenzoquinone
Μετάφραση:
Chloranil, tetrachlorobenzoquinone
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροδιφθοροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Tetrachlorodifluoro ethane
Μετάφραση:
Tetrachlorodifluoro ethane
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωρομεθάνιο ή τετραχλωριούχος άνθρακας ή τετραχλωράνθρακας
Αγγλικός όρος:
Tetrachloromethane or carbon tetrachloride
Μετάφραση:
Tetrachloromethane or carbon tetrachloride
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Tetrachloronapthalene
Μετάφραση:
Tetrachloronapthalene
Ελληνικός όρος:
Τετραχλωροϋδροκινόνη
Αγγλικός όρος:
Tetrachlorohydroquinone
Μετάφραση:
Tetrachlorohydroquinone
Ελληνικός όρος:
Τετρόζη
Αγγλικός όρος:
Tetrose
Μετάφραση:
Tetrose
Ελληνικός όρος:
Τετροξείδιο του οσμίου
Αγγλικός όρος:
Osmium tetroxide
Μετάφραση:
Osmium tetroxide
Ελληνικός όρος:
Τετρύλιο
Αγγλικός όρος:
Tetryl
Μετάφραση:
Tetryl
Ελληνικός όρος:
Τεφλόν
Αγγλικός όρος:
Teflon, polytetrafluoroethylene, PTFE
Μετάφραση:
Teflon, polytetrafluoroethylene, PTFE
Ελληνικός όρος:
Τέφρα
Αγγλικός όρος:
Ash
Μετάφραση:
Ash
Ελληνικός όρος:
Τεχνητές υαλώδεις ίνες
Αγγλικός όρος:
Man made vitreous fibres, MMVF
Μετάφραση:
Man made vitreous fibres, MMVF
Ελληνικός όρος:
Τεχνητή αναπνοή
Αγγλικός όρος:
Artificial respiration
Μετάφραση:
Artificial respiration
Ελληνικός όρος:
Τεχνήτιο
Αγγλικός όρος:
Technetium (Tc)
Μετάφραση:
Technetium (Tc)
Ελληνικός όρος:
Τεχνητό μετάξι ή βισκόζη
Αγγλικός όρος:
Rayon or viscose
Μετάφραση:
Rayon or viscose
Ελληνικός όρος:
Τεχνητός φωτισμός
Αγγλικός όρος:
Artificial light
Μετάφραση:
Artificial light
Ελληνικός όρος:
Τεχνικά στεγανό
Αγγλικός όρος:
Technically leakproof
Μετάφραση:
Technically leakproof
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Technical requirements
Μετάφραση:
Technical requirements
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control techniques
Μετάφραση:
Control techniques
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Technical properties
Μετάφραση:
Technical properties
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές οδηγίες για την ασφαλή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων αεροπορικώς
Αγγλικός όρος:
ICAO Technical Instructions
Μετάφραση:
ICAO Technical Instructions
Ελληνικός όρος:
Τεχνικές οδηγίες για την ασφαλή μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων αεροπορικώς
Αγγλικός όρος:
ICAO Technical instructions for the safe transport of dangerous goods by air
Μετάφραση:
ICAO Technical instructions for the safe transport of dangerous goods by air
Ελληνικός όρος:
Τεχνική ανάλυσης ή αναλυτική τεχνική
Αγγλικός όρος:
Analytical technique
Μετάφραση:
Analytical technique
Ελληνικός όρος:
Τεχνική επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Technical committee
Μετάφραση:
Technical committee
Ελληνικός όρος:
Τεχνική έρευνας
Αγγλικός όρος:
Research technique
Μετάφραση:
Research technique
Ελληνικός όρος:
Τεχνική κατευθυντήρια τιμή συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Technical guidance concentration value
Μετάφραση:
Technical guidance concentration value
Ελληνικός όρος:
Τεχνική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Technical name
Μετάφραση:
Technical name
Ελληνικός όρος:
Τεχνική προδιαγραφή
Αγγλικός όρος:
Technical specification
Μετάφραση:
Technical specification
Ελληνικός όρος:
Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος
Αγγλικός όρος:
Greek Technical Chamber
Μετάφραση:
Greek Technical Chamber
Ελληνικός όρος:
Τεχνικό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Technical personnel
Μετάφραση:
Technical personnel
Ελληνικός όρος:
Τεχνικοί κανόνες για τις επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Technical rules for hazardous substances
Μετάφραση:
Technical rules for hazardous substances
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »