Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 366
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τοξοπλάσμωση
Αγγλικός όρος:
Toxoplasmosis
Μετάφραση:
Toxoplasmosis
Ελληνικός όρος:
Τοπική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Local reaction
Μετάφραση:
Local reaction
Ελληνικός όρος:
Τοπική δόση
Αγγλικός όρος:
Local dose
Μετάφραση:
Local dose
Ελληνικός όρος:
Τοπική επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Local effect
Μετάφραση:
Local effect
Ελληνικός όρος:
Τοπικός εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
Local exhaust ventilation
Μετάφραση:
Local exhaust ventilation
Ελληνικός όρος:
Τοπικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Local pain
Μετάφραση:
Local pain
Ελληνικός όρος:
Τοπικός συντονιστής
Αγγλικός όρος:
On-scene commander
Μετάφραση:
On-scene commander
Ελληνικός όρος:
Τόρνευση ή τορνίρισμα
Αγγλικός όρος:
Turning, facecutting
Μετάφραση:
Turning, facecutting
Ελληνικός όρος:
Τόρνος
Αγγλικός όρος:
Turning machine
Μετάφραση:
Turning machine
Ελληνικός όρος:
Τοσυλεστέρας ή τολουοσουλφονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Μετάφραση:
Tosylate or toluenesulfonate (TsOR)
Ελληνικός όρος:
Τοσύλιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl (Ts)
Μετάφραση:
Tosyl (Ts)
Ελληνικός όρος:
Τοσυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Μετάφραση:
Tosyl chloride, p-toluenesulfonyl chloride
Ελληνικός όρος:
Τουαλέτες
Αγγλικός όρος:
Toilets
Μετάφραση:
Toilets
Ελληνικός όρος:
Τουρανόζη
Αγγλικός όρος:
Turanose
Μετάφραση:
Turanose
Ελληνικός όρος:
Τράβηγμα
Αγγλικός όρος:
Pulling
Μετάφραση:
Pulling
Ελληνικός όρος:
Τραύμα ή πληγή ή τραυματισμός
Αγγλικός όρος:
Wound, injury
Μετάφραση:
Wound, injury
Ελληνικός όρος:
Τραυματική απόπτωση κερατοειδούς
Αγγλικός όρος:
Traumatic epithelial abrasion
Μετάφραση:
Traumatic epithelial abrasion
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από επαναλαμβανόμενη καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Repetitive strain injuries
Μετάφραση:
Repetitive strain injuries
Ελληνικός όρος:
Τραυματισμοί από κινούμενα μέρη μηχανών
Αγγλικός όρος:
Injuries from moving machine part
Μετάφραση:
Injuries from moving machine part
Ελληνικός όρος:
Τραχεία
Αγγλικός όρος:
Trachea
Μετάφραση:
Trachea
Ελληνικός όρος:
Τρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Trehalose
Μετάφραση:
Trehalose
Ελληνικός όρος:
Τρεμολίτης
Αγγλικός όρος:
Tremolite
Μετάφραση:
Tremolite
Ελληνικός όρος:
Τριαιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethanolamine (TEA)
Μετάφραση:
Triethanolamine (TEA)
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethylamine
Μετάφραση:
Triethylamine
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Triethyleneglycol (TEG)
Μετάφραση:
Triethyleneglycol (TEG)
Ελληνικός όρος:
Τριακετίνη ή τριακετυλογλυκερόλη
Αγγλικός όρος:
Triacetin or triacetyl glycerin
Μετάφραση:
Triacetin or triacetyl glycerin
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοβοράνια
Αγγλικός όρος:
Trialkylboranes
Μετάφραση:
Trialkylboranes
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Trialkylacetic acid
Μετάφραση:
Trialkylacetic acid
Ελληνικός όρος:
Τριαλοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Trihaloethylene
Μετάφραση:
Trihaloethylene
Ελληνικός όρος:
Τριαλογονούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus trihalide
Μετάφραση:
Phosphorus trihalide
Ελληνικός όρος:
Τριαλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Trihalomethane
Μετάφραση:
Trihalomethane
Ελληνικός όρος:
Τριβέλια
Αγγλικός όρος:
Broaches
Μετάφραση:
Broaches
Ελληνικός όρος:
Τριβή ή λείανση
Αγγλικός όρος:
Abrasion, attrition, friction
Μετάφραση:
Abrasion, attrition, friction
Ελληνικός όρος:
Τριβίδισμα (απόξεση)
Αγγλικός όρος:
Scraping off
Μετάφραση:
Scraping off
Ελληνικός όρος:
Τριβουτυλοκασσιτεροξείδιο
Αγγλικός όρος:
Tributyltin oxide
Μετάφραση:
Tributyltin oxide
Ελληνικός όρος:
Τριβρωμιούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron tribromide
Μετάφραση:
Boron tribromide
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Τρέχουσα σελίδα
7
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »