Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 348
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής
Αγγλικός όρος:
Wear respiratory protection
Μετάφραση:
Wear respiratory protection
Ελληνικός όρος:
Φοράτε μονωτικά γάντια προστασίας από το ψύχος/ προστατευτική μάσκα/ προστατευτικά γυαλιά
Αγγλικός όρος:
Wear cold insulating gloves/face shield/eye protection
Μετάφραση:
Wear cold insulating gloves/face shield/eye protection
Ελληνικός όρος:
Φορέας
Αγγλικός όρος:
Carrier, vector
Μετάφραση:
Carrier, vector
Ελληνικός όρος:
Φορέας διαπίστευσης
Αγγλικός όρος:
Accreditation body
Μετάφραση:
Accreditation body
Ελληνικός όρος:
Φορέας εκμετάλλευσης
Αγγλικός όρος:
Operator
Μετάφραση:
Operator
Ελληνικός όρος:
Φορέας εξέτασης
Αγγλικός όρος:
Examining body
Μετάφραση:
Examining body
Ελληνικός όρος:
Φορέας επιθεώρησης
Αγγλικός όρος:
Inspection body
Μετάφραση:
Inspection body
Ελληνικός όρος:
Φορέας πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification body
Μετάφραση:
Certification body
Ελληνικός όρος:
Φορέας συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Carrier frequency
Μετάφραση:
Carrier frequency
Ελληνικός όρος:
Φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού
Αγγλικός όρος:
Actors in the supply chain
Μετάφραση:
Actors in the supply chain
Ελληνικός όρος:
Φορητά αλυσοπρίονα
Αγγλικός όρος:
Portable chainsaws
Μετάφραση:
Portable chainsaws
Ελληνικός όρος:
Φορητές φιάλες αερίων
Αγγλικός όρος:
Transportable gas cylinders
Μετάφραση:
Transportable gas cylinders
Ελληνικός όρος:
Φορητή αντλία
Αγγλικός όρος:
Portable pump
Μετάφραση:
Portable pump
Ελληνικός όρος:
Φορητή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Portable tank
Μετάφραση:
Portable tank
Ελληνικός όρος:
Φορητή σκάλα
Αγγλικός όρος:
Step-ladder
Μετάφραση:
Step-ladder
Ελληνικός όρος:
Φορητή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Portable apparatus
Μετάφραση:
Portable apparatus
Ελληνικός όρος:
Φορητό αλυσοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Portable chain saw
Μετάφραση:
Portable chain saw
Ελληνικός όρος:
Φορικό άλας
Αγγλικός όρος:
Phorate
Μετάφραση:
Phorate
Ελληνικός όρος:
Φορμαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde
Μετάφραση:
Formaldehyde
Ελληνικός όρος:
Φορμαλίνη
Αγγλικός όρος:
Formalin
Μετάφραση:
Formalin
Ελληνικός όρος:
Φορμαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Formamide
Μετάφραση:
Formamide
Ελληνικός όρος:
Φορμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Φορμόλη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol
Μετάφραση:
Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Φορμονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Formonitrile, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, prussic acid
Μετάφραση:
Formonitrile, hydrogen cyanide, hydrocyanic acid, prussic acid
Ελληνικός όρος:
Φορμυλοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl formylacetate
Μετάφραση:
Ethyl formylacetate
Ελληνικός όρος:
Φόρουμ ανταλλαγής πληροφοριών για τις ουσίες (ΦΑΠΟ)
Αγγλικός όρος:
Substance information exchange forum (SIEF)
Μετάφραση:
Substance information exchange forum (SIEF)
Ελληνικός όρος:
Φορτάμαξα με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted wagon
Μετάφραση:
Sheeted wagon
Ελληνικός όρος:
Φορτάμαξα συστοιχίας δοχείων
Αγγλικός όρος:
Battery-wagon
Μετάφραση:
Battery-wagon
Ελληνικός όρος:
Φορτηγό
Αγγλικός όρος:
Truck
Μετάφραση:
Truck
Ελληνικός όρος:
Φορτηγό πλοίο
Αγγλικός όρος:
Cargo Ship
Μετάφραση:
Cargo Ship
Ελληνικός όρος:
Φορτίo (μηχανικό, ηλεκτρικό)
Αγγλικός όρος:
Load
Μετάφραση:
Load
Ελληνικός όρος:
Φορτίο (εμπορικό)
Αγγλικός όρος:
Cargo
Μετάφραση:
Cargo
Ελληνικός όρος:
Φορτίο κάμψης σε θραύση
Αγγλικός όρος:
Bending load at break
Μετάφραση:
Bending load at break
Ελληνικός όρος:
Φορτίο του παρελθόντος
Αγγλικός όρος:
Burden of the past
Μετάφραση:
Burden of the past
Ελληνικός όρος:
Φόρτιση (π.χ. ηλεκτρική, μηχανική)
Αγγλικός όρος:
Charging
Μετάφραση:
Charging
Ελληνικός όρος:
Φόρτος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work load
Μετάφραση:
Work load
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Τρέχουσα σελίδα
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »