Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 348 of 348
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης
Αγγλικός όρος:
Phosphite
Μετάφραση:
Phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης εστέρας του τριμεθυλίου ή τριμεθυλοφωσφίνη ή φωσφορώδες μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Trimethylphosphite or trimethoxyphospine or methyl phosphite
Μετάφραση:
Trimethylphosphite or trimethoxyphospine or methyl phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης τριξιλυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Trixilyl phosphite
Μετάφραση:
Trixilyl phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφωνιακό άλας
Αγγλικός όρος:
Phosphonium salt
Μετάφραση:
Phosphonium salt
Ελληνικός όρος:
Φωταγωγός κτιρίου
Αγγλικός όρος:
Light well
Μετάφραση:
Light well
Ελληνικός όρος:
Φωτεινή διαπερατότητα
Αγγλικός όρος:
Luminous transmittance
Μετάφραση:
Luminous transmittance
Ελληνικός όρος:
Φωτεινή ένταση
Αγγλικός όρος:
Luminous
Μετάφραση:
Luminous
Ελληνικός όρος:
Φωτιά
Αγγλικός όρος:
Fire
Μετάφραση:
Fire
Ελληνικός όρος:
Φωτισμός
Αγγλικός όρος:
Lighting, illumination
Μετάφραση:
Lighting, illumination
Ελληνικός όρος:
Φωτοβολία
Αγγλικός όρος:
Luminous
Μετάφραση:
Luminous
Ελληνικός όρος:
Φωτοβολταϊκά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Photovoltaic cells
Μετάφραση:
Photovoltaic cells
Ελληνικός όρος:
Φωτοδιάσπαση
Αγγλικός όρος:
Photodegradation
Μετάφραση:
Photodegradation
Ελληνικός όρος:
Φωτοευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Photosensitivity
Μετάφραση:
Photosensitivity
Ελληνικός όρος:
Φωτοηλεκτρική κερατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Photochemic keratitis
Μετάφραση:
Photochemic keratitis
Ελληνικός όρος:
Φωτοηλεκτρικό στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Photoelectric element
Μετάφραση:
Photoelectric element
Ελληνικός όρος:
Φωτοηλεκτρικός ανιχνευτής
Αγγλικός όρος:
Photoelectric detector
Μετάφραση:
Photoelectric detector
Ελληνικός όρος:
Φωτοηλεκτρονική φασματοσκοπία
Αγγλικός όρος:
Photoelectron spectroscopy
Μετάφραση:
Photoelectron spectroscopy
Ελληνικός όρος:
Φωτοϊονισμού
Αγγλικός όρος:
Photoionization
Μετάφραση:
Photoionization
Ελληνικός όρος:
Φωτοκύτταρο
Αγγλικός όρος:
Photocell
Μετάφραση:
Photocell
Ελληνικός όρος:
Φωτόλυση
Αγγλικός όρος:
Photolysis
Μετάφραση:
Photolysis
Ελληνικός όρος:
Φωτολυχνίες
Αγγλικός όρος:
Phototubes
Μετάφραση:
Phototubes
Ελληνικός όρος:
Φωτομετρικός ανιχνευτής φλόγας
Αγγλικός όρος:
Flame photometric detector, FPD
Μετάφραση:
Flame photometric detector, FPD
Ελληνικός όρος:
Φωτοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Phototoxicity
Μετάφραση:
Phototoxicity
Ελληνικός όρος:
Φωτοχημική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Photochemical reaction
Μετάφραση:
Photochemical reaction
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10