Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 217 - 252 of 288
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Υπευθυνότητα
Αγγλικός όρος:
Responsibility
Μετάφραση:
Responsibility
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία
Αγγλικός όρος:
Service
Μετάφραση:
Service
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Administration of Occupational Safety and Health
Μετάφραση:
Administration of Occupational Safety and Health
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία για την Υγεία και την Ασφάλεια (ΗΒ)
Αγγλικός όρος:
Health and Safety Executive (UK)
Μετάφραση:
Health and Safety Executive (UK)
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
Occupational Safety and Health Administration (USA)
Μετάφραση:
Occupational Safety and Health Administration (USA)
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental Protection Agency, EPA
Μετάφραση:
Environmental Protection Agency, EPA
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσία Υγιεινής και Ασφάλειας Ορυχείων (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
Mine Safety and Health Administration (USA)
Μετάφραση:
Mine Safety and Health Administration (USA)
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσίες επειγόντων περιστατικών
Αγγλικός όρος:
Emergency services
Μετάφραση:
Emergency services
Ελληνικός όρος:
Υπηρεσίες προστασίας και πρόληψης
Αγγλικός όρος:
Protective and preventive services
Μετάφραση:
Protective and preventive services
Ελληνικός όρος:
Υπνηλία
Αγγλικός όρος:
Sleepiness
Μετάφραση:
Sleepiness
Ελληνικός όρος:
Υπνωτικά
Αγγλικός όρος:
Hypnotics
Μετάφραση:
Hypnotics
Ελληνικός όρος:
Υπό τάση
Αγγλικός όρος:
Tensile stress
Μετάφραση:
Tensile stress
Ελληνικός όρος:
Υπόγεια εναποθήκευση
Αγγλικός όρος:
Underground storage
Μετάφραση:
Underground storage
Ελληνικός όρος:
Υπόγειο
Αγγλικός όρος:
Basement
Μετάφραση:
Basement
Ελληνικός όρος:
Υπόγειο ορυχείο
Αγγλικός όρος:
Underground mine
Μετάφραση:
Underground mine
Ελληνικός όρος:
Υπόδειγμα (τμήμα δείγματος)
Αγγλικός όρος:
Subsample
Μετάφραση:
Subsample
Ελληνικός όρος:
Υποδείξεις ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety instructions
Μετάφραση:
Safety instructions
Ελληνικός όρος:
Υποδήματα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety footwear
Μετάφραση:
Safety footwear
Ελληνικός όρος:
Υποδιαιρεμένο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Split sample
Μετάφραση:
Split sample
Ελληνικός όρος:
Υποδιαίρεση
Αγγλικός όρος:
Subdivision
Μετάφραση:
Subdivision
Ελληνικός όρος:
Υποθερμία
Αγγλικός όρος:
Hypothermia
Μετάφραση:
Hypothermia
Ελληνικός όρος:
Υποθέσεις σφαλμάτων
Αγγλικός όρος:
Fault considerations
Μετάφραση:
Fault considerations
Ελληνικός όρος:
Υποκαπνισμός
Αγγλικός όρος:
Fumigation
Μετάφραση:
Fumigation
Ελληνικός όρος:
Υποκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Substitution
Μετάφραση:
Substitution
Ελληνικός όρος:
Υποκατάστατο
Αγγλικός όρος:
Substitute
Μετάφραση:
Substitute
Ελληνικός όρος:
Υποκατάστημα
Αγγλικός όρος:
Branch office
Μετάφραση:
Branch office
Ελληνικός όρος:
Υπόλειμμα ή κατάλοιπο
Αγγλικός όρος:
Residue
Μετάφραση:
Residue
Ελληνικός όρος:
Υπολείμματα που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Tailings containing dangerous substances
Μετάφραση:
Tailings containing dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Υπολογισμός
Αγγλικός όρος:
Calculation, computation
Μετάφραση:
Calculation, computation
Ελληνικός όρος:
Υπολογιστής των μέσων μεταβατικών τιμών
Αγγλικός όρος:
Computer of average transients
Μετάφραση:
Computer of average transients
Ελληνικός όρος:
Υπολογιστική χημεία
Αγγλικός όρος:
Computational chemistry
Μετάφραση:
Computational chemistry
Ελληνικός όρος:
Υπολογιστικοί ολοκληρωτές
Αγγλικός όρος:
Computing integrators
Μετάφραση:
Computing integrators
Ελληνικός όρος:
Υποξεία τοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Sub-acute toxicity
Μετάφραση:
Sub-acute toxicity
Ελληνικός όρος:
Υποξείδιο του αζώτου ή πρωτοξείδιο του αζώτου ή ιλαρόν αέριον
Αγγλικός όρος:
Dinitrogen oxide, nitrous oxide, nitrogen protoxide
Μετάφραση:
Dinitrogen oxide, nitrous oxide, nitrogen protoxide
Ελληνικός όρος:
Υποπολλαπλάσιο δείγμα ή κλάσμα διαλύματος
Αγγλικός όρος:
Aliquot
Μετάφραση:
Aliquot
Ελληνικός όρος:
Υποπροϊόντα της απόσταξης του λιθάνθρακα
Αγγλικός όρος:
By-products of the distillation of coal
Μετάφραση:
By-products of the distillation of coal
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Τρέχουσα σελίδα
7
Page
8
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »