Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 469 - 504 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ακαμψία
Αγγλικός όρος:
Acampsia
Μετάφραση:
Acampsia
Ελληνικός όρος:
Ακαρεοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Acaricides
Μετάφραση:
Acaricides
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστες χλωροϋδρίνες
Αγγλικός όρος:
Chlorohydrins crude
Μετάφραση:
Chlorohydrins crude
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστη παραφίνη
Αγγλικός όρος:
Crude paraffin
Μετάφραση:
Crude paraffin
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστο ρητινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Crude tall oil
Μετάφραση:
Crude tall oil
Ελληνικός όρος:
Ακατέργαστος
Αγγλικός όρος:
Crude
Μετάφραση:
Crude
Ελληνικός όρος:
Ακεταλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Ethanal, acetaldehyde
Μετάφραση:
Ethanal, acetaldehyde
Ελληνικός όρος:
Ακεταλδόλη
Αγγλικός όρος:
Acetaldol, 3-hydroxybutanal
Μετάφραση:
Acetaldol, 3-hydroxybutanal
Ελληνικός όρος:
Ακεταλδοξίμη
Αγγλικός όρος:
Acetaldehyde oxime, acetaldoxime
Μετάφραση:
Acetaldehyde oxime, acetaldoxime
Ελληνικός όρος:
Ακετάλη
Αγγλικός όρος:
Acetal
Μετάφραση:
Acetal
Ελληνικός όρος:
Ακεταμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethanamide, acetamide
Μετάφραση:
Ethanamide, acetamide
Ελληνικός όρος:
Ακετανιλίδιο
Αγγλικός όρος:
Acetanilide
Μετάφραση:
Acetanilide
Ελληνικός όρος:
Ακετοακετανιλίδιο
Αγγλικός όρος:
Acetoacetanilide
Μετάφραση:
Acetoacetanilide
Ελληνικός όρος:
Ακετοαμινοφαινόλη 4-
Αγγλικός όρος:
4-acetaminophenol, Paracetamol
Μετάφραση:
4-acetaminophenol, Paracetamol
Ελληνικός όρος:
Ακετόλη
Αγγλικός όρος:
Acetol
Μετάφραση:
Acetol
Ελληνικός όρος:
Ακετόνη
Αγγλικός όρος:
Acetone, propanone
Μετάφραση:
Acetone, propanone
Ελληνικός όρος:
Ακετονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Acetonic acid, lactic acid, α-hydroxypropionic acid, milk acid
Μετάφραση:
Acetonic acid, lactic acid, α-hydroxypropionic acid, milk acid
Ελληνικός όρος:
Ακετονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanenitrile, acetonitrile, methyl cyanide
Μετάφραση:
Ethanenitrile, acetonitrile, methyl cyanide
Ελληνικός όρος:
Ακετονοκυανοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Acetone cyanohydrin, 2-cyano-2-propanol, 2-methylacetonitrile
Μετάφραση:
Acetone cyanohydrin, 2-cyano-2-propanol, 2-methylacetonitrile
Ελληνικός όρος:
Ακετονυλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Hexanedione, acetonylacetone
Μετάφραση:
Hexanedione, acetonylacetone
Ελληνικός όρος:
Ακετοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Μετάφραση:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Ελληνικός όρος:
Ακετοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Μετάφραση:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Ελληνικός όρος:
Ακετοξυλίωση
Αγγλικός όρος:
Acetoxylation
Μετάφραση:
Acetoxylation
Ελληνικός όρος:
Ακετοτολουιδίνη
Αγγλικός όρος:
Acetotoluidine
Μετάφραση:
Acetotoluidine
Ελληνικός όρος:
Ακετοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Acetophenone, methyl phenyl ketone
Μετάφραση:
Acetophenone, methyl phenyl ketone
Ελληνικός όρος:
Ακετυλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Acetyl acetone, 2,4-pentanedione
Μετάφραση:
Acetyl acetone, 2,4-pentanedione
Ελληνικός όρος:
Ακετυλακετονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Μετάφραση:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Ελληνικός όρος:
Ακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene
Μετάφραση:
Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Ακετυλίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium carbide, calcium acetylide
Μετάφραση:
Calcium carbide, calcium acetylide
Ελληνικός όρος:
Ακετυλίδιο του λιθίου
Αγγλικός όρος:
Lithium acetylide
Μετάφραση:
Lithium acetylide
Ελληνικός όρος:
Ακετύλιο
Αγγλικός όρος:
Acetyl
Μετάφραση:
Acetyl
Ελληνικός όρος:
Ακετυλογλουσιτόλη
Αγγλικός όρος:
Acetylglucitol, acetylsorbitol
Μετάφραση:
Acetylglucitol, acetylsorbitol
Ελληνικός όρος:
Ακετυλοκυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Acetylcysteine
Μετάφραση:
Acetylcysteine
Ελληνικός όρος:
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Acetylsalicylic acid, aspirin
Μετάφραση:
Acetylsalicylic acid, aspirin
Ελληνικός όρος:
Ακετυλοσορβιτόλη
Αγγλικός όρος:
Acetylsorbitol, acetylglucitol
Μετάφραση:
Acetylsorbitol, acetylglucitol
Ελληνικός όρος:
Ακετυλουρία
Αγγλικός όρος:
Acetylurea
Μετάφραση:
Acetylurea
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
10
Page
11
Page
12
Page
13
Τρέχουσα σελίδα
14
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »