Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 973 - 1008 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ανοσοποιητικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Immume system
Μετάφραση:
Immume system
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικά
Αγγλικός όρος:
Immunotoxicants
Μετάφραση:
Immunotoxicants
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Immunotoxic properties
Μετάφραση:
Immunotoxic properties
Ελληνικός όρος:
Ανοσοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Immunotoxicity
Μετάφραση:
Immunotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ανοχή
Αγγλικός όρος:
Tolerance
Μετάφραση:
Tolerance
Ελληνικός όρος:
Ανταλλαγή αδελφών χρωματιδίων
Αγγλικός όρος:
Sister Chromatid Exchanges (SCEs)
Μετάφραση:
Sister Chromatid Exchanges (SCEs)
Ελληνικός όρος:
Ανταλλακτική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Exchange capacity
Μετάφραση:
Exchange capacity
Ελληνικός όρος:
Αντανακλαστικό
Αγγλικός όρος:
Reflex
Μετάφραση:
Reflex
Ελληνικός όρος:
Αντανακλαστικός
Αγγλικός όρος:
Reflective
Μετάφραση:
Reflective
Ελληνικός όρος:
Ανταπόκριση
Αγγλικός όρος:
Response
Μετάφραση:
Response
Ελληνικός όρος:
Αντενδεικνυόμενες χρήσεις
Αγγλικός όρος:
Uses advised against
Μετάφραση:
Uses advised against
Ελληνικός όρος:
Αντήχηση
Αγγλικός όρος:
Reverberation
Μετάφραση:
Reverberation
Ελληνικός όρος:
Αντιασφυξιογόνες μάσκες
Αγγλικός όρος:
Gas masks
Μετάφραση:
Gas masks
Ελληνικός όρος:
Αντιαφριστικό
Αγγλικός όρος:
Defoamer, antifoamer
Μετάφραση:
Defoamer, antifoamer
Ελληνικός όρος:
Αντίβαρο (π.χ. σε ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Counterweight
Μετάφραση:
Counterweight
Ελληνικός όρος:
Αντιβιοτικά
Αγγλικός όρος:
Antibiotics
Μετάφραση:
Antibiotics
Ελληνικός όρος:
Αντιγόνα
Αγγλικός όρος:
Antigens
Μετάφραση:
Antigens
Ελληνικός όρος:
Αντίγραφο
Αγγλικός όρος:
Duplicate
Μετάφραση:
Duplicate
Ελληνικός όρος:
Αντιδιαβρωτικό
Αγγλικός όρος:
Corrosion inhibitor
Μετάφραση:
Corrosion inhibitor
Ελληνικός όρος:
Αντίδοτα
Αγγλικός όρος:
Antidotes
Μετάφραση:
Antidotes
Ελληνικός όρος:
Αντίδοτα δηλητηρίασης
Αγγλικός όρος:
Poisoning remedies
Μετάφραση:
Poisoning remedies
Ελληνικός όρος:
Αντιδρά βίαια σε επαφή με νερό εκλύοντας αέρια εξόχως εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
Reacts violently with water, liberating extremely flammable gases
Μετάφραση:
Reacts violently with water, liberating extremely flammable gases
Ελληνικός όρος:
Αντιδράσεις διάσπασης
Αγγλικός όρος:
Cleavage reaction
Μετάφραση:
Cleavage reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Reaction
Μετάφραση:
Reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση προσθήκης- απόσπασης
Αγγλικός όρος:
Addition-elimination reaction
Μετάφραση:
Addition-elimination reaction
Ελληνικός όρος:
Αντίδραση τελικής χρήσης
Αγγλικός όρος:
End use reaction
Μετάφραση:
End use reaction
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήρια ποιοτικού ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Quality control agent
Μετάφραση:
Quality control agent
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Reagent
Μετάφραση:
Reagent
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο μεγάλης δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Reagent of high reactivity
Μετάφραση:
Reagent of high reactivity
Ελληνικός όρος:
Αντιδραστήριο μικρής δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Reagent of low reactivity
Μετάφραση:
Reagent of low reactivity
Ελληνικός όρος:
Αντιδρόν
Αγγλικός όρος:
Reactant
Μετάφραση:
Reactant
Ελληνικός όρος:
Αντιεκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Explosion proof
Μετάφραση:
Explosion proof
Ελληνικός όρος:
Αντίθετη κίνηση κυκλοφορίας
Αγγλικός όρος:
Partial contraflow
Μετάφραση:
Partial contraflow
Ελληνικός όρος:
Αντικατάσταση εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Equipment replacement
Μετάφραση:
Equipment replacement
Ελληνικός όρος:
Αντικειμενικά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Objective evidence
Μετάφραση:
Objective evidence
Ελληνικός όρος:
Αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Article
Μετάφραση:
Article
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
24
Page
25
Page
26
Page
27
Τρέχουσα σελίδα
28
Page
29
Page
30
Page
31
Page
32
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »