Η λεγιονέλλα ταυτοποιήθηκε ως αίτιο της νόσου των λεγεωναρίων, η οποία αναφέρεται ως η επιδημική πνευμονία, που προσέβαλε 221 άτομα και προκάλεσε 34 θανάτους κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Αμερικανικής Λεγεώνας στο ξενοδοχείο Bellevue-Stratford, στη Φιλαδέλφεια το καλοκαίρι του 1976.
Η ορολογική τυποποίηση αποκάλυψε την ‘’επίσκεψη’’ του μικροοργανισμού και σε προηγούμενες επιδημίες σοβαρής πνευμονίας, που εμφανίστηκαν στο ίδιο ξενοδοχείο δύο έτη νωρίτερα. Επιπρόσθετα, τον Ιούλιο του 1968, 144 εργαζόμενοι και επισκέπτες ενός κτιρίου της υγειονομικής υπηρεσίας στο Pontiac του Michigan, παρουσίασαν μια νόσο με αυτόματη ίαση, που χαρακτηριζόταν από πυρετό, μυαλγίες, κεφαλγίες και ονομάστηκε «πυρετός Pontiac». Έλεγχος στο αερόλυμα του νερού στο σύστημα εξαερισμού του κτιρίου οδήγησε στην απομόνωση του μικροοργανισμού, που ονομάστηκε ''Legionella pneumophila''.
Συνολικά, εντός του γένους Legionella, υπάρχουν σχεδόν 50 είδη Gram αρνητικών αερόβιων βακίλων. Από αυτά τα 28 έχουν συσχετισθεί με νόσηση στον άνθρωπο με συχνότερο είδος τη Legionella pneumophila (18 οροομάδες, πιο συχνή η νόσηση από οροομάδα 1 και οροομάδα 6).
Η νόσος των λεγεωναρίων ή λεγιονέλλωση παρουσιάζεται κλινικά με τη μορφή δύο κυρίως συνδρόμων: της πνευμονίας (πνευμονικής νόσου) και του πυρετού Pontiac. Η πρώτη περίπτωση είναι μια οξεία βακτηριακή λοίμωξη του αναπνευστικού, που εκδηλώνεται κυρίως με πνευμονία, υψηλό πυρετό, ρίγη, βήχα, κοιλιακά άλγη και διάρροια και προκαλεί ποσοστά θνησιμότητας 5%-30%. Εμφανίζεται μετά από επώαση 5-6 ημερών. Ο πυρετός Pontiac, είναι μια ελαφρύτερη μορφή πνευμονίας που μοιάζει με ιώση του αναπνευστικού (γρίπη) και εμφανίζεται μετά από επώαση, σε 24 - 48 ώρες. Στην εκδήλωση της λεγιονέλλωσης βρέθηκε ότι το γονίδιο rtxA εμπλέκεται στην λοιμογόνο δύναμη και δράση της ''Legionella pneumophila'' (Cirillo et al., 2001).
Οι μικροοργανισμοί της λεγιονέλλας είναι ευρύτατα διαδεδομένοι στο περιβάλλον (στο νερό των λιμνών, των ποταμών και των ακτών τους, καθώς και στο καθαρό νερό) και προκαλούν νόσο όταν ο άνθρωπος εισπνεύσει επαρκή ποσότητα υλικού υπό μορφή σταγονιδίων (αερολύματος). Τα αερολύματα σχηματίζονται από σταγονίδια λεπτότατου διαμερισμού που διασπείρονται εντός του αέρα, γεγονός το οποίο επιτυγχάνεται από ψεκασμό νερού ή διοχέτευση αέρα σε υδάτινες συλλογές ή από κρούση του σε στερεές επιφάνειες. Όσο μικρότερα σταγονίδια σχηματίζονται, τόσο πιο πιθανή η εισαγωγή τους στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, τις πνευμονικές κυψελίδες.
Στο κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον ιδανικός τόπος διαβίωσης του μικροοργανισμού αποτελούν τα συστήματα κυκλοφορίας ζεστού και κρύου νερού, οι εξατμιστικοί συμπυκνωτές, οι βρύσες, τα ντους, οι δεξαμενές υδρομαλάξεων (spa), οι θερμές ιαματικές πηγές, τα ιαματικά λουτρά, οι κολυμβητικές δεξαμενές (ιδίως εκείνες όπου το νερό είναι ζεστό και διακινείται), τα διακοσμητικά συντριβάνια, ο εξοπλισμός αγωγής του αναπνευστικού συστήματος, οι υγραντήρες, καθώς και οι κεντρικές μονάδες υδρόψυκτου κλιματισμού (πύργοι ψύξης).
Οι οργανικές και ανόργανες ουσίες που περιέχονται στο νερό, παρέχουν τις κατάλληλες συνθήκες για τη δημιουργία αποικιών στην εσωτερική επιφάνεια των σωληνώσεων ύδρευσης. Το πλήθος των αποικιών αυξάνεται από τον σχηματισμό μιας λεπτής μεμβράνης (βιομεμβράνης) που δημιουργήθηκε από τα συστατικά του νερού και από τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν σ’ αυτό. Η βιομεμβράνη αποτελεί το ιδανικό μέσο τροφής για την ανάπτυξη βακτηρίων και άλλων μικροοργανισμών, όπως οι αμοιβάδες και τα άλγη. Παράλληλα, επιτελεί έργο προστατευτικού μανδύα από τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης των αντιβιοτικών.
Η γρήγορη εξάπλωση της βιομεμβράνης ενισχύεται από τις απότομες αλλαγές πίεσης στο δίκτυο του νερού, που οδηγούν στην αποκόλληση τμημάτων της, τα οποία μεταφέρονται και αποικίζονται σε νέα τμήματα του δικτύου μολύνοντάς τα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις εγκαταστάσεις ξενοδοχείων, νοσοκομείων, καθώς και αθλητικών εγκαταστάσεων, όπου παρατηρείται μια δίπολη αιτιολογία εμφάνισης του βακτηρίου: οι απότομες αλλαγές πίεσης του νερού και η ύπαρξη στάσιμου νερού από τη μη χρήση των δωματίων.
Σημαντικός και ενισχυτικός παράγοντας στην ανάπτυξη του βακτηρίου της λεγιονέλλας αποτελεί η θερμοκρασία. Έχει διαπιστωθεί εργαστηριακά ότι θερμοκρασίες από 20ºC - 45ºC ευνοούν την ανάπτυξή της, ενώ δεν επιβιώνει σε θερμοκρασίες κάτω των 20ºC και άνω των 60ºC. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα του βακτηρίου είναι τέτοια, ώστε να παραμένει σε ληθαργική μορφή στο κρύο νερό και να πολλαπλασιάζεται όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει σε τιμές θερμοκρασιακής ζώνης ανάπτυξης.
Το θερμό κλίμα της χώρας μας σε συνδυασμό με την έντονη τουριστική κίνηση, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, καθιστά απαραίτητο τον έλεγχο και την ανάληψη μέτρων πρόληψης κατά της νόσου των λεγεωναρίων. Μια έρευνα στοιχειοθετεί και εξακριβώνει τον κίνδυνο έκθεσης στη λεγιονέλλα από τα υδραυλικά συστήματα στο υπό εξέταση κτίριο ή εγκατάσταση. Οι υπεύθυνοι για την ανάληψη ουσιαστικής και τεχνικής δράσης είναι ο εργοδότης και ο μηχανικός συντήρησης. Ως επόμενο βήμα ορίζεται η λήψη δειγμάτων προς εξέταση ανίχνευσης λεγιονέλλας πνευμόφιλης.
Το πρωτόκολλο δειγματοληψίας που δημοσιεύεται στην εργαστηριακή πρακτική του Ευρωπαϊκού Οργανισμού EWGLI (European Working Group for Legionella Infection), αναφέρει τη λήψη ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος από την έξοδο ενός πύργου ψύξης και τη λήψη τεσσάρων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων (άμεσο και έμμεσο δείγμα) από τα συστήματα κυκλοφορίας ζεστού και κρύου νερού. Τα δείγματα συλλέγονται σε αποστειρωμένους περιέκτες με εσμυρισμένο πώμα που περιέχουν επαρκή ποσότητα υποθειώδους νατρίου για την εξουδετέρωση του χλωρίου ή άλλου βιοκτόνου μέσου. Σε διαπιστευμένο μικροβιολογικό εργαστήριο πραγματοποιείται ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός των βακτηρίων που δύνανται να αποικίσουν σε τμήματα του κτιρίου ή της εγκατάστασης. Η επόμενη φάση του εντοπισμού και της αναγνώρισης του κινδύνου έκθεσης στο βακτήριο της λεγιονέλλας είναι η εφαρμογή συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων ελέγχου και προφύλαξης στους πύργους ψύξης και στα συστήματα κυκλοφορίας νερού.