Είναι γνωστό ότι οι βιολογικοί παράγοντες προκαλούν προβλήματα υγείας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Έρευνα για τις Συνθήκες Εργασίας του 2015, αυξανόμενο ποσοστό Ευρωπαίων εργαζομένων (13 %, 1,5 φορά μεγαλύτερο σε σχέση με μία δεκαετία πριν) εκτίθεται σε λοιμογόνους παράγοντες στο χώρο εργασίας [1]. Εκτιμάται ότι 320.000 εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο πεθαίνουν κάθε χρόνο από μολυσματικές ασθένειες προκαλούμενες από βιολογικούς κινδύνους που σχετίζονται με ιούς, βακτήρια, έντομα ή ζώα. Αν και η μεγάλη πλειονότητα των θανάτων καταγράφονται στις αναπτυσσόμενες χώρες, περίπου 5.000 εργαζόμενοι είναι θύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση [2].
Οι βιολογικοί παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν στην υγεία, είτε μολύνσεις από παράσιτα, ιούς ή βακτηρίδια, είτε αλλεργίες που ξεκινούν από την έκθεση σε οργανική σκόνη, (όπως η σκόνη των αλεύρων ή λέπια από τρίχες και φτερά ζώων, ένζυμα και ακάρεα), είτε δηλητηριάσεις ή τοξικές συνέπειες. Ορισμένοι βιολογικοί παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο ή εμβρυικές βλάβες. Αξίζει να τονιστεί η διαφοροποίηση της βαρύτητας στην έκφραση κάποιας επίδρασης σχετικά με το φύλο.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία [3], οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τους άνδρες, καθώς παρουσιάζουν διαφορετικό μεταβολισμό των επικίνδυνων ουσιών, έχουν υψηλότερη ροή στο αίμα τους κ βραδύτερη νεφρική λειτουργία με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν μειωμένη ικανότητα αποβολής τοξικών παραγόντων [3]. Η γνώση και η ενημέρωση για τους κινδύνους από την έκθεση στους βιολογικούς παράγοντες εξακολουθεί να είναι σχετικά ανεπαρκής. Πρέπει να αναπτυχθούν καλύτερες μέθοδοι για τον προσδιορισμό, την εκτίμηση και τις τεκμηριωμένες σχέσεις δόσης – απόκρισης του οργανισμού [2].