Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ης 12.2000 (L 12/16.1.2001) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που τέθηκε σε ισχύ την 1η.3.2001 και αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού, είναι δυνατή παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία μόνο με συμφωνία παρέκτασης δικαιοδοσίας, η οποία είναι μεταγενέστερη από τη γένεση της διαφοράς.
Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης 1980 (κυρ.ν. 1792/88, ισχύς από 1.4.1991). Εφαρμοστέο στη σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι καταρχήν το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (άρθρο 3 ΔΣ Ρώμης.). Η επιλογή όμως του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια δηλ. της χώρας (i) όπου ο ναυτικός παρέχει την εργασία του, ήτοι του δικαίου της σημαίας του πλοίου, εκτός αν είναι σημαία ευκαιρίας, (ii) με την οποία από το σύνολο των περιστάσεων συνδέεται στενότερα η σύμβαση εργασίας (iii) όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε το ναυτικό και (iv) του δικάζοντος δικαστή.
Κανόνες αναγκαστικού δικαίου και αμέσου εφαρμογής είναι και οι περιεχόμενοι στον κ.ν. 551/15 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής. Και η διάταξη του άρθρ. 928 εδ. β΄ ΑΚ σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνο που κατά το νόμο είχε το δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών.
Εφαρμοστέο στα ναυτεργατικά ατυχήματα είναι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ναυτολόγησης του ναυτικού. Το άρθρο 1 κ.ν. 551/15 έχει ως προϋπόθεση ότι το βίαιο συμβάν πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία και επομένως η ευθύνη απορρέει από τον επαγγελματικό κίνδυνο που αναλαμβάνει ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα ή τη συμπεριφορά του, ως ασκών επιχείρηση και λαμβάνων από αυτήν κέρδος. Συνεπώς εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας.
Ευθύνη κοινού δικαίου κατ’ άρθρο 16 κ.ν. 551/1915. Ο παθών από ναυτεργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου του οι συγγενείς του, δικαιούνται να εγείρουν αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν κατ΄ άρθρο 297, 298, 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση μόνο αν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή επέλθει σε εργασία, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων. Τέτοιες διατάξεις είναι αυτές που προβλέπουν ειδικά τους όρους που πρέπει να τηρηθούν για την ασφάλεια των εργαζομένων, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξη της ασφάλειας αυτής.
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών θανόντος ναυτικού. Αυτοτελής αξίωση σε σχέση με την αποζημίωση. Για τη θεμελίωσή της αρκεί το κοινό πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν.
ΔΣ περί Ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS) 1974 (κυρ.ν. 1045/80) όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1978 (κυρ.ν. 1159/81). Προβλέπει (εδ. γ΄ του Κανονισμού 11) ότι οσάκις συμβαίνει ατύχημα στο πλοίο ή ανακαλύπτεται ελάττωμα που επηρεάζει δυσμενώς την ασφάλεια του πλοίου ή την απόδοση ή την επάρκεια των σωσιβίων μέσων ή του λοιπού εξαρτισμού, ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης αναφέρουν τούτο το ταχύτερο δυνατό στην Αρχή, στο διορισμένο επιθεωρητή ή στον αναγνωρισμένο Οργανισμό που είναι υπεύθυνοι για την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού, ώστε να αποφασίσουν αν είναι αναγκαία ή διενέργεια επιθεώρησης επί του πλοίου. Αποτελεί ειδικό όρο ασφαλείας για τους εργαζομένους στο πλοίο. Η παράβαση του όρου συνίσταται στη μη ειδοποίηση από τους υπόχρεους περί του επισυμβάντος ελαττώματος του πλοίου και συνεπάγεται ευθύνη προς αποζημίωση από ναυτεργατικό ατύχημα κατά το κοινό δίκαιο, εφόσον υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη τήρησης του όρου και του ατυχήματος.
Εφοπλισμός. Έννοια. Στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη (π.χ. επικαρπία, όχι όμως κυριότητα) ή ενοχική (π.χ. μίσθωση) ή σε απλή πραγματική κατάσταση δυνάμει της οποίας ο εφοπλιστής αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ξένου πλοίου. Βασική προϋπόθεση είναι η βούληση του εφοπλιστή να ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτική επιχείρηση που συγκροτεί και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Δήλωση εφοπλισμού στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης κατ΄ άρθρο 105 ΚΙΝΔ. Παράλειψη. Μαχητό τεκμήριο εκμετάλλευσης του πλοίου από τον κύριο. Εφοπλιστής δύναται να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή και περισσότερα φυσικά πρόσωπα που συνεκμεταλλεύονται το πλοίο χωρίς να έχουν συστήσει εταιρεία οποιουδήποτε τύπου.
Οι συνεφοπλιστές, εκτός αντίθετης συμφωνία, ευθύνονται συμμέτρως.
Ναυτολόγηση Φιλιππινέζων ναυτικών σε φορτηγό πλοίο υπό σημαία Μάλτας με διάφορες ειδικότητες. Συμφωνία περί εφαρμογής των όρων της αναθεωρημένης Σύμβασης Εργασίας για Φιλιππινέζους ναυτικούς που έχουν εγκριθεί από τη διοίκηση εργαζομένων εκτός των Φιλιππίνων. Δεν μπορεί να στερήσει το ναυτικό από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο αν δεν είχε γίνει η επιλογή. Εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό διότι από το σύνολο των περιστάσεων η σύμβαση συνδέεται στενότερα με την Ελλάδα, ήτοι: το πλοίο είναι ελληνικών συμφερόντων, διότι η διαχείριση και η εκμετάλλευσή του γίνονται από εταιρεία που έχει εγκαταστήσει τα γραφεία της στο Παλαιό Φάληρο, όλες οι αποφάσεις για την εκμετάλλευση του πλοίου λαμβάνονται από Έλληνες συνεφοπλιστές που ελέγχουν την παραπάνω εταιρεία αναλαμβάνοντας ατομικά τις ζημιές και αποκομίζοντας τα κέρδη της εκμετάλλευσης, ο δε πλοίαρχος είναι Έλληνας.
Θάνατος ναυτικών από πνιγμό κατόπιν βύθισης του πλοίου. Αξιώσεις συγγενών για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης καθώς και αξίωση διατροφής των γονέων αυτών. Ως προς το δικαίωμα διατροφής εφαρμοστέο είναι το δίκαιο των Φιλιππίνων ως το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειας των γονέων από τα τέκνα. Δεν προκύπτει όμως το ακριβές περιεχόμενο των σχετικών διατάξεων και γ΄ αυτό θεωρείται ότι ταυτίζονται με τις αντίστοιχες του ελληνικού δικαίου.
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
Μον. Πρωτ. Πειραιά 1344/03 | 231.58 KB |