Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 37 - 72 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ασπαραγίνη
Αγγλικός όρος:
Asparagine
Μετάφραση:
Asparagine
Ελληνικός όρος:
Ασπαρτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aspartic acid
Μετάφραση:
Aspartic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid
Μετάφραση:
Aminosuccinic acid
Ελληνικός όρος:
Α-αμινογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoglutaric acid
Μετάφραση:
Α-aminoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoacetic acid
Μετάφραση:
Aminoacetic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoethanoic acid
Μετάφραση:
Aminoethanoic acid
Ελληνικός όρος:
Α-αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoisocaproic acid
Μετάφραση:
Α-aminoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Ακτινική χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Radial paper chromatography
Μετάφραση:
Radial paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Ascending paper chromatography
Μετάφραση:
Ascending paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία
Αγγλικός όρος:
Anodic stripping voltametry
Μετάφραση:
Anodic stripping voltametry
Ελληνικός όρος:
Ανοδική αναδιαλυτική βολταμετρία διαφορικού παλμού
Αγγλικός όρος:
Differential pulse anodic stripping voltametry
Μετάφραση:
Differential pulse anodic stripping voltametry
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση σύλληψης ηλεκτρονίων
Αγγλικός όρος:
Electron capture detection
Μετάφραση:
Electron capture detection
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση ιονισμού φλόγας
Αγγλικός όρος:
Flame ionization detection
Μετάφραση:
Flame ionization detection
Ελληνικός όρος:
Αέρια χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Gas chromatography
Μετάφραση:
Gas chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση φωτοϊοντισμού
Αγγλικός όρος:
Photoionization detection
Μετάφραση:
Photoionization detection
Ελληνικός όρος:
Αβεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Uncertainty
Μετάφραση:
Uncertainty
Ελληνικός όρος:
Αβιετικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Abietic acid
Μετάφραση:
Abietic acid
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική
Αγγλικός όρος:
Abiotic
Μετάφραση:
Abiotic
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική αποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Abiotic degradation
Μετάφραση:
Abiotic degradation
Ελληνικός όρος:
Άγαρ
Αγγλικός όρος:
Agar
Μετάφραση:
Agar
Ελληνικός όρος:
Αγγείο
Αγγλικός όρος:
Vessel
Μετάφραση:
Vessel
Ελληνικός όρος:
Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Ελληνικός όρος:
Αγγελιοφόρο RNA
Αγγλικός όρος:
Messenger RNA
Μετάφραση:
Messenger RNA
Ελληνικός όρος:
Αγκώνας
Αγγλικός όρος:
Elbow
Μετάφραση:
Elbow
Ελληνικός όρος:
Αγορά εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour market
Μετάφραση:
Labour market
Ελληνικός όρος:
Άγχος
Αγγλικός όρος:
Anxiety
Μετάφραση:
Anxiety
Ελληνικός όρος:
Αγχώδεις διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Anxiety disorders
Μετάφραση:
Anxiety disorders
Ελληνικός όρος:
Αγωγή (π.χ. θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conduction
Μετάφραση:
Conduction
Ελληνικός όρος:
Αγωγή ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety culture
Μετάφραση:
Safety culture
Ελληνικός όρος:
Αγωγή υγείας
Αγγλικός όρος:
Health education
Μετάφραση:
Health education
Ελληνικός όρος:
Αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Conductivity
Μετάφραση:
Conductivity
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. ηλεκτρισμού, θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conductor
Μετάφραση:
Conductor
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. υδραυλικός, αερίων)
Αγγλικός όρος:
Conduit or duct
Μετάφραση:
Conduit or duct
Ελληνικός όρος:
Αγωγός Q
Αγγλικός όρος:
Q-Pipe
Μετάφραση:
Q-Pipe
Ελληνικός όρος:
Άδεια
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση:
Permit
2η Μετάφραση:
Authorization
Ελληνικός όρος:
Άδεια απουσίας
Αγγλικός όρος:
Leave of absence
Μετάφραση:
Leave of absence
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Τρέχουσα σελίδα
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »