Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 469 - 504 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylamine
Μετάφραση:
Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Μετάφραση:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αμινοακετοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoacetophenone
Μετάφραση:
Aminoacetophenone
Ελληνικός όρος:
Αμινοανθρακινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoanthraquinone
Μετάφραση:
Aminoanthraquinone
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminobenzoic acid
Μετάφραση:
Aminobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl aminobenzoate
Μετάφραση:
Ethyl aminobenzoate
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Aminobenzene, Aniline, phenylamine
Μετάφραση:
Aminobenzene, Aniline, phenylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινο-β-μεθυλοβαλεριανικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Μετάφραση:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Ελληνικός όρος:
Αμινοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Aminobutane
Μετάφραση:
Aminobutane
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουταρικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E
Μετάφραση:
Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουτεθιμίδη
Αγγλικός όρος:
Aminoglutethimide
Μετάφραση:
Aminoglutethimide
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Aminodiphenyl
Μετάφραση:
Aminodiphenyl
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο 4-, διφαινυλ-4-αμίνη
Αγγλικός όρος:
Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine
Μετάφραση:
Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine
Ελληνικός όρος:
Αμινοενώσεις
Αγγλικός όρος:
Amine compounds
Μετάφραση:
Amine compounds
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D
Μετάφραση:
Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D
Ελληνικός όρος:
αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminoisocaproic acid, Leucine
Μετάφραση:
α-aminoisocaproic acid, Leucine
Ελληνικός όρος:
Αμινοϊσοκαπριοϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Μετάφραση:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Ελληνικός όρος:
Αμινοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminocaproic acid
Μετάφραση:
Aminocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινομεθυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminomethyl naphthalene
Μετάφραση:
Aminomethyl naphthalene
Ελληνικός όρος:
Αμινοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminonaphthalene, naphthylamine
Μετάφραση:
Aminonaphthalene, naphthylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοξύ
Αγγλικός όρος:
Amino acid
Μετάφραση:
Amino acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Μετάφραση:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Ελληνικός όρος:
Αμινοπροπιονικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A
Μετάφραση:
α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A
Ελληνικός όρος:
Αμινοπυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Aminopyridine
Μετάφραση:
Aminopyridine
Ελληνικός όρος:
Αμινοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Aminophenol
Μετάφραση:
Aminophenol
Ελληνικός όρος:
Αμινοφυλλίνη
Αγγλικός όρος:
Aminophylline
Μετάφραση:
Aminophylline
Ελληνικός όρος:
Αμιτράζη
Αγγλικός όρος:
Amitraz
Μετάφραση:
Amitraz
Ελληνικός όρος:
Αμιτρόλη
Αγγλικός όρος:
Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole
Μετάφραση:
Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole
Ελληνικός όρος:
Αμμοβολή
Αγγλικός όρος:
Sand-blasting
Μετάφραση:
Sand-blasting
Ελληνικός όρος:
Αμμόστρωση
Αγγλικός όρος:
Sanding
Μετάφραση:
Sanding
Ελληνικός όρος:
Αμμωνία
Αγγλικός όρος:
Ammonia
Μετάφραση:
Ammonia
Ελληνικός όρος:
Αμμωνόλυση
Αγγλικός όρος:
Ammonolysis
Μετάφραση:
Ammonolysis
Ελληνικός όρος:
Αμοιβάδωση
Αγγλικός όρος:
Amoebiasis
Μετάφραση:
Amoebiasis
Ελληνικός όρος:
Αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition
Μετάφραση:
Mutual recognition
Ελληνικός όρος:
Αμοιβαία επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Mutual inductance
Μετάφραση:
Mutual inductance
Ελληνικός όρος:
Αμοιβή
Αγγλικός όρος:
Reward
Μετάφραση:
Reward
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
10
Page
11
Page
12
Page
13
Τρέχουσα σελίδα
14
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »