Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Άδεια ασθενείας
Αγγλικός όρος:
Sick leave
Μετάφραση:
Sick leave
Ελληνικός όρος:
Άδεια εισόδου
Αγγλικός όρος:
Entry permit
Μετάφραση:
Entry permit
Ελληνικός όρος:
Άδεια εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work permit
Μετάφραση:
Work permit
Ελληνικός όρος:
Άδεια μητρότητας
Αγγλικός όρος:
Maternity leave
Μετάφραση:
Maternity leave
Ελληνικός όρος:
Άδεια παρέκκλισης
Αγγλικός όρος:
Deviation permit
Μετάφραση:
Deviation permit
Ελληνικός όρος:
Αδειοδότηση
Αγγλικός όρος:
Authorization
Μετάφραση:
Authorization
Ελληνικός όρος:
Αδένας
Αγγλικός όρος:
Gland
Μετάφραση:
Gland
Ελληνικός όρος:
Αδενίνη
Αγγλικός όρος:
Adenine
Μετάφραση:
Adenine
Ελληνικός όρος:
Αδενοσίνη
Αγγλικός όρος:
Adenosine
Μετάφραση:
Adenosine
Ελληνικός όρος:
Αδενυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Adenylic acid
Μετάφραση:
Adenylic acid
Ελληνικός όρος:
Αδένωμα
Αγγλικός όρος:
Adenoma
Μετάφραση:
Adenoma
Ελληνικός όρος:
Αδιαθεσία
Αγγλικός όρος:
Sickness
Μετάφραση:
Sickness
Ελληνικός όρος:
Αδιάλυτη ένωση
Αγγλικός όρος:
Insoluble compound
Μετάφραση:
Insoluble compound
Ελληνικός όρος:
Αδιάλυτος
Αγγλικός όρος:
Insoluble
Μετάφραση:
Insoluble
Ελληνικός όρος:
Αδιαπέραστες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Sift-proof packaging
Μετάφραση:
Sift-proof packaging
Ελληνικός όρος:
Αδιπικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Adipic acid, 1,6-hexanedioic acid
Μετάφραση:
Adipic acid, 1,6-hexanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl adipate
Μετάφραση:
Ethyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl adipate
Μετάφραση:
Dimethyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός εξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hexyl adipate
Μετάφραση:
Hexyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Adiponitrile, tetramethylene cyanide, 1,4-dicyanobutane
Μετάφραση:
Adiponitrile, tetramethylene cyanide, 1,4-dicyanobutane
Ελληνικός όρος:
Αδιττικό διοκτύλιο
Αγγλικός όρος:
Dioctyl adipate, DOA
Μετάφραση:
Dioctyl adipate, DOA
Ελληνικός όρος:
Αδράνεια
Αγγλικός όρος:
Inertia
Μετάφραση:
Inertia
Ελληνικός όρος:
Αδρανές
Αγγλικός όρος:
Unreactive
Μετάφραση:
Unreactive
Ελληνικός όρος:
Αδρανές αέριο
Αγγλικός όρος:
Inert gas
Μετάφραση:
Inert gas
Ελληνικός όρος:
Αδρανή
Αγγλικός όρος:
Aggregates
Μετάφραση:
Aggregates
Ελληνικός όρος:
Αδρανής κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Inert condition
Μετάφραση:
Inert condition
Ελληνικός όρος:
Αδρανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Inerting
Μετάφραση:
Inerting
Ελληνικός όρος:
Αδρεναλίνη
Αγγλικός όρος:
Adrenalin
Μετάφραση:
Adrenalin
Ελληνικός όρος:
Αδρενοκορτινάλη
Αγγλικός όρος:
Adrenocortinal
Μετάφραση:
Adrenocortinal
Ελληνικός όρος:
Αδυναμία
Αγγλικός όρος:
Weakness
Μετάφραση:
Weakness
Ελληνικός όρος:
Αδυναμία συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Concentration loss
Μετάφραση:
Concentration loss
Ελληνικός όρος:
Αειφόρος ανάπτυξη
Αγγλικός όρος:
Sustainable Development
Μετάφραση:
Sustainable Development
Ελληνικός όρος:
Αέρια υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Gases under pressure
Μετάφραση:
Gases under pressure
Ελληνικός όρος:
Αέρια φάση
Αγγλικός όρος:
Gas phase
Μετάφραση:
Gas phase
Ελληνικός όρος:
Αέρια χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Gas chromatography, GC
Μετάφραση:
Gas chromatography, GC
Ελληνικός όρος:
Αέριο
Αγγλικός όρος:
Gas
Μετάφραση:
Gas
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »