Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1045 - 1080 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Απώλεια λόγω παρεμβολής
Αγγλικός όρος:
Insertion loss
Μετάφραση:
Insertion loss
Ελληνικός όρος:
Απώλεια χρόνου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Lost working time
Μετάφραση:
Lost working time
Ελληνικός όρος:
Απωλεσθείσες ημέρες
Αγγλικός όρος:
Days lost
Μετάφραση:
Days lost
Ελληνικός όρος:
Αραβάνη
Αγγλικός όρος:
Araban
Μετάφραση:
Araban
Ελληνικός όρος:
Αραβινόζη
Αγγλικός όρος:
Arabinose
Μετάφραση:
Arabinose
Ελληνικός όρος:
Αραβινοζίτης
Αγγλικός όρος:
Arabinoside
Μετάφραση:
Arabinoside
Ελληνικός όρος:
Αραβινοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Arabinopyranose
Μετάφραση:
Arabinopyranose
Ελληνικός όρος:
Αραγωνίτης
Αγγλικός όρος:
Aragonite
Μετάφραση:
Aragonite
Ελληνικός όρος:
Αραιό
Αγγλικός όρος:
Dilute
Μετάφραση:
Dilute
Ελληνικός όρος:
Αραιώνω
Αγγλικός όρος:
Dilute
Μετάφραση:
Dilute
Ελληνικός όρος:
Αραίωση
Αγγλικός όρος:
Dilution
Μετάφραση:
Dilution
Ελληνικός όρος:
Αραίωση κόλλας
Αγγλικός όρος:
Dilution of pastes
Μετάφραση:
Dilution of pastes
Ελληνικός όρος:
Αραιωτικό
Αγγλικός όρος:
Diluent
Μετάφραση:
Diluent
Ελληνικός όρος:
Αργιλικό (πέτρωμα)
Αγγλικός όρος:
Argillaceous
Μετάφραση:
Argillaceous
Ελληνικός όρος:
Αργίλιο ή αλουμίνιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium, Al
Μετάφραση:
Aluminium, Al
Ελληνικός όρος:
Αργιλίου καπνοί συγκολλήσεων
Αγγλικός όρος:
Aluminium welding fumes
Μετάφραση:
Aluminium welding fumes
Ελληνικός όρος:
Αργιλίου πυροφορική σκόνη
Αγγλικός όρος:
Aluminium pyro powders
Μετάφραση:
Aluminium pyro powders
Ελληνικός όρος:
Αργιλιούχος
Αγγλικός όρος:
Argilliferous
Μετάφραση:
Argilliferous
Ελληνικός όρος:
Άργιλος
Αγγλικός όρος:
Clays
Μετάφραση:
Clays
Ελληνικός όρος:
Αργιλούχα υλικά από εξαντλημένα φίλτρα
Αγγλικός όρος:
Spent filter clays
Μετάφραση:
Spent filter clays
Ελληνικός όρος:
Αργινίνη
Αγγλικός όρος:
Arginine, Arg, R
Μετάφραση:
Arginine, Arg, R
Ελληνικός όρος:
Αργό
Αγγλικός όρος:
Argon, Ar
Μετάφραση:
Argon, Ar
Ελληνικός όρος:
Αργό πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Crude oil
Μετάφραση:
Crude oil
Ελληνικός όρος:
Αργυρία (χρόνια δηλητηρίαση από άργυρο)
Αγγλικός όρος:
Argyria
Μετάφραση:
Argyria
Ελληνικός όρος:
Αργυρομετρία
Αγγλικός όρος:
Argentometry
Μετάφραση:
Argentometry
Ελληνικός όρος:
Άργυρος
Αγγλικός όρος:
Silver
Μετάφραση:
Silver
Ελληνικός όρος:
Άρδευση ή πότισμα
Αγγλικός όρος:
Irrigation
Μετάφραση:
Irrigation
Ελληνικός όρος:
Αρεκαϊδίνη
Αγγλικός όρος:
Arecaidine
Μετάφραση:
Arecaidine
Ελληνικός όρος:
Αρένια
Αγγλικός όρος:
Arenes
Μετάφραση:
Arenes
Ελληνικός όρος:
Αρθρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Arthritis
Μετάφραση:
Arthritis
Ελληνικός όρος:
Άρθρο (π.χ. νόμου)
Αγγλικός όρος:
Article
Μετάφραση:
Article
Ελληνικός όρος:
Αρθρώσεις
Αγγλικός όρος:
Joints
Μετάφραση:
Joints
Ελληνικός όρος:
Αριθμός UN
Αγγλικός όρος:
UN number
Μετάφραση:
UN number
Ελληνικός όρος:
Αριθμός Καταλόγου Υπηρεσίας Περιλήψεων Χημικών Μελετών
Αγγλικός όρος:
Chemical Abstracts Service Registry Number, CAS#
Μετάφραση:
Chemical Abstracts Service Registry Number, CAS#
Ελληνικός όρος:
Αριθμός οκτανίου
Αγγλικός όρος:
Octane number
Μετάφραση:
Octane number
Ελληνικός όρος:
Αριθμός συστατικών
Αγγλικός όρος:
Number of ingredients
Μετάφραση:
Number of ingredients
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
26
Page
27
Page
28
Page
29
Τρέχουσα σελίδα
30
Page
31
Page
32
Page
33
Page
34
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »