Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1081 - 1116 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια αρχή
Αγγλικός όρος:
Competent authority, CA
Μετάφραση:
Competent authority, CA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδια Αρχή Κράτους Μέλους
Αγγλικός όρος:
Member State Competent Authority, MSCA
Μετάφραση:
Member State Competent Authority, MSCA
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιο πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Competent person
Μετάφραση:
Competent person
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιοι χάραξης πολιτικής
Αγγλικός όρος:
Policy makers
Μετάφραση:
Policy makers
Ελληνικός όρος:
Αρμόδιος φορέας
Αγγλικός όρος:
Competent institution, Competent authority
Μετάφραση:
Competent institution, Competent authority
Ελληνικός όρος:
Αρμοδιότητα
Αγγλικός όρος:
Authority, competency
Μετάφραση:
Authority, competency
Ελληνικός όρος:
Αρμολογημένη πλινθοδομή
Αγγλικός όρος:
Clinker construction
Μετάφραση:
Clinker construction
Ελληνικός όρος:
Αρμολόγηση
Αγγλικός όρος:
Jointing
Μετάφραση:
Jointing
Ελληνικός όρος:
Αρμονικός μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Harmonic mean
Μετάφραση:
Harmonic mean
Ελληνικός όρος:
Αρμός
Αγγλικός όρος:
Joint
Μετάφραση:
Joint
Ελληνικός όρος:
Αροχλώρ
Αγγλικός όρος:
Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs
Μετάφραση:
Aroclor, Polychlorinated biphenyls, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Αρπάγη (εκσκαφέα)
Αγγλικός όρος:
Clamshell
Μετάφραση:
Clamshell
Ελληνικός όρος:
Αρρυθμία
Αγγλικός όρος:
Arrhythmia
Μετάφραση:
Arrhythmia
Ελληνικός όρος:
Άρρωστος
Αγγλικός όρος:
Patient
Μετάφραση:
Patient
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium arsenate
Μετάφραση:
Calcium arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenic acid
Μετάφραση:
Arsenic acid
Ελληνικός όρος:
Αρσενικικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead arsenate
Μετάφραση:
Lead arsenate
Ελληνικός όρος:
Αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic, As
Μετάφραση:
Arsenic, As
Ελληνικός όρος:
Αρσενικός
Αγγλικός όρος:
Male
Μετάφραση:
Male
Ελληνικός όρος:
Αρσενικώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Arsenious acid
Μετάφραση:
Arsenious acid
Ελληνικός όρος:
Άρση ή σήκωμα βάρους ή ανύψωση βάρους
Αγγλικός όρος:
Lifting
Μετάφραση:
Lifting
Ελληνικός όρος:
Αρσίνη
Αγγλικός όρος:
Arsine
Μετάφραση:
Arsine
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες
Αγγλικός όρος:
Slings
Μετάφραση:
Slings
Ελληνικός όρος:
Αρτάνες αιώρησης
Αγγλικός όρος:
Swings
Μετάφραση:
Swings
Ελληνικός όρος:
Αρτηριακή πίεση
Αγγλικός όρος:
Blood pressure, arterial pressure
Μετάφραση:
Blood pressure, arterial pressure
Ελληνικός όρος:
Αρτηρίες
Αγγλικός όρος:
Arteries
Μετάφραση:
Arteries
Ελληνικός όρος:
Αρτηριοσκλήρωση
Αγγλικός όρος:
Atherosclerosis
Μετάφραση:
Atherosclerosis
Ελληνικός όρος:
Αρυλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Aryl halide
Μετάφραση:
Aryl halide
Ελληνικός όρος:
Αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl, Ar
Μετάφραση:
Aryl, Ar
Ελληνικός όρος:
Αρυλοβρωμίδιο ή βρωμιούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl bromide
Μετάφραση:
Aryl bromide
Ελληνικός όρος:
Αρυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο αρύλιο
Αγγλικός όρος:
Aryl chloride
Μετάφραση:
Aryl chloride
Ελληνικός όρος:
Αρχεία ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Records
Μετάφραση:
Quality Records
Ελληνικός όρος:
Αρχείο δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Tank record
Μετάφραση:
Tank record
Ελληνικός όρος:
Αρχείο μελέτης παραμέτρου
Αγγλικός όρος:
Endpoint study record
Μετάφραση:
Endpoint study record
Ελληνικός όρος:
Αρχές ενεργοποίησης
Αγγλικός όρος:
Actuating principles
Μετάφραση:
Actuating principles
Ελληνικός όρος:
Αρχές εργονομικού σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
Ergonomic design principles
Μετάφραση:
Ergonomic design principles
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
27
Page
28
Page
29
Page
30
Τρέχουσα σελίδα
31
Page
32
Page
33
Page
34
Page
35
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »