Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1189 - 1224 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ασυνεχείς κατανομές
Αγγλικός όρος:
Discrete distributions
Μετάφραση:
Discrete distributions
Ελληνικός όρος:
Ασύρματος
Αγγλικός όρος:
Wireless
Μετάφραση:
Wireless
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Safety
Μετάφραση:
Safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (ηλεκτρική)
Αγγλικός όρος:
Fuse
Μετάφραση:
Fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια (φύλαξη)
Αγγλικός όρος:
Security
Μετάφραση:
Security
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια ανθρώπινης ζωής στην θάλασσα
Αγγλικός όρος:
Safety of Life and Sea, SOLAS
Μετάφραση:
Safety of Life and Sea, SOLAS
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κοχλιωτή
Αγγλικός όρος:
Plug fuse
Μετάφραση:
Plug fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια κυλινδρική
Αγγλικός όρος:
Cartridge fuse
Μετάφραση:
Cartridge fuse
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια μηχανής /εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Safety of machinery
Μετάφραση:
Safety of machinery
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα εργαστήρια
Αγγλικός όρος:
Laboratory safety
Μετάφραση:
Laboratory safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στα ορυχεία ή τα μεταλλεία
Αγγλικός όρος:
Mine safety
Μετάφραση:
Mine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational safety
Μετάφραση:
Occupational safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια στον κλάδο των κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction safety
Μετάφραση:
Construction safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια τροφίμων
Αγγλικός όρος:
Food safety
Μετάφραση:
Food safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport safety
Μετάφραση:
Transport safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια των μηχανών
Αγγλικός όρος:
Machine safety
Μετάφραση:
Machine safety
Ελληνικός όρος:
Ασφάλεια υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance
Μετάφραση:
Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – safe for fire
Μετάφραση:
Safe for men – safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλείς για τον άνθρωπο – μη ασφαλείς για θερμές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Safe for men – not safe for fire
Μετάφραση:
Safe for men – not safe for fire
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής κατάσταση ή ασφαλής λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Safety function
Μετάφραση:
Safety function
Ελληνικός όρος:
Ασφαλής χρήση
Αγγλικός όρος:
Safe use
Μετάφραση:
Safe use
Ελληνικός όρος:
Ασφάλιση υγείας
Αγγλικός όρος:
Health insurance
Μετάφραση:
Health insurance
Ελληνικός όρος:
Ασφαλισμένος
Αγγλικός όρος:
Insured
Μετάφραση:
Insured
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστική βαλβίδα ή βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve
Μετάφραση:
Safety valve
Ελληνικός όρος:
Ασφαλιστικός διακόπτης παροχής αερίου
Αγγλικός όρος:
Excess flow valve
Μετάφραση:
Excess flow valve
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος
Αγγλικός όρος:
Bitumen
Μετάφραση:
Bitumen
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος ή κώκ πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Asphalt, petroleum coke
Μετάφραση:
Asphalt, petroleum coke
Ελληνικός όρος:
Άσφαλτος χαμηλής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Low temperature asphalt
Μετάφραση:
Low temperature asphalt
Ελληνικός όρος:
Ασφαλτόστρωση
Αγγλικός όρος:
Paving work
Μετάφραση:
Paving work
Ελληνικός όρος:
Ασφυξία
Αγγλικός όρος:
Asphyxiation
Μετάφραση:
Asphyxiation
Ελληνικός όρος:
Ασφυξιογόνα
Αγγλικός όρος:
Asphyxiants
Μετάφραση:
Asphyxiants
Ελληνικός όρος:
Ατμόλουτρο
Αγγλικός όρος:
Sauna
Μετάφραση:
Sauna
Ελληνικός όρος:
Ατμόπηκτα μελάνια
Αγγλικός όρος:
Steam-set printing inks
Μετάφραση:
Steam-set printing inks
Ελληνικός όρος:
Ατμός
Αγγλικός όρος:
Vapor
Μετάφραση:
Vapor
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Atmospheric conditions
Μετάφραση:
Atmospheric conditions
Ελληνικός όρος:
Ατμοσφαιρικό αέριο
Αγγλικός όρος:
Atmosphere gas
Μετάφραση:
Atmosphere gas
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
29
Page
30
Page
31
Page
32
Page
33
Τρέχουσα σελίδα
34
Page
35
Page
36
Page
37
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »