Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αιθανάλη
Αγγλικός όρος:
Ethanal, acetaldehyde
Μετάφραση:
Ethanal, acetaldehyde
Ελληνικός όρος:
Αιθαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethanamide, acetamide
Μετάφραση:
Ethanamide, acetamide
Ελληνικός όρος:
Αιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethane
Μετάφραση:
Ethane
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid
Μετάφραση:
Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanediol
Μετάφραση:
Ethanediol
Ελληνικός όρος:
Αιθανοθειόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanethiol, ethyl mercaptan
Μετάφραση:
Ethanethiol, ethyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Αιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanoic acid, acetic acid
Μετάφραση:
Ethanoic acid, acetic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Μετάφραση:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol
Μετάφραση:
Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanenitrile
Μετάφραση:
Ethanenitrile
Ελληνικός όρος:
Αιθανοΰλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanoyl
Μετάφραση:
Ethanoyl
Ελληνικός όρος:
Αιθένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene
Μετάφραση:
Ethene, ethylene
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες
Αγγλικός όρος:
Ethers
Μετάφραση:
Ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες στέμματος
Αγγλικός όρος:
Crown ethers
Μετάφραση:
Crown ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθίνιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene
Μετάφραση:
Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Αιθινυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Ethynylithium
Μετάφραση:
Ethynylithium
Ελληνικός όρος:
Αιθιόν
Αγγλικός όρος:
Ethion
Μετάφραση:
Ethion
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Ethoxide
Μετάφραση:
Ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium ethoxide
Μετάφραση:
Sodium ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυλιωμένες εννεϋλοφαινόλες
Αγγλικός όρος:
Nonylphenol ethoxylates
Μετάφραση:
Nonylphenol ethoxylates
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυμεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethoxymethanol
Μετάφραση:
Ethoxymethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυπροπιονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ethoxypropionate
Μετάφραση:
Ethyl ethoxypropionate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλo προπυλακρολεΐνη
Αγγλικός όρος:
Ethyl propylacrolein
Μετάφραση:
Ethyl propylacrolein
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether
Μετάφραση:
Ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether of ethylene glycol
Μετάφραση:
Ethyl ether of ethylene glycol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylacetylene, butyne
Μετάφραση:
Ethylacetylene, butyne
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylamine
Μετάφραση:
Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene
Μετάφραση:
Ethene, ethylene
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοβρωμοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Μετάφραση:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol
Μετάφραση:
Ethylene glycol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενογλυκόλη, 1,2-αιθανοδιόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol, 1,2-ethanediol
Μετάφραση:
Ethylene glycol, 1,2-ethanediol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylenediamine
Μετάφραση:
Ethylenediamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοδιαμινοδιοξεικό τετρανάτριο
Αγγλικός όρος:
Ethylenediaminediacetic acid tetrasodium salt
Μετάφραση:
Ethylenediaminediacetic acid tetrasodium salt
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethylenediaminetetraacetic acid, EDTA
Μετάφραση:
Ethylenediaminetetraacetic acid, EDTA
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοδιβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Μετάφραση:
Ethylene dibromide, dibromoethylene
Ελληνικός όρος:
Αιθυλενοδιχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Μετάφραση:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »