Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 613 - 648 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Επαγρύπνηση
Αγγλικός όρος:
Surveillance
Μετάφραση:
Surveillance
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικοί κινητήρες κλωβού
Αγγλικός όρος:
Cage induction motors
Μετάφραση:
Cage induction motors
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικώς συζευγμένο πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Inductively coupled plasma, ICP
Μετάφραση:
Inductively coupled plasma, ICP
Ελληνικός όρος:
Επαγώμενο πεδίο
Αγγλικός όρος:
Induced field
Μετάφραση:
Induced field
Ελληνικός όρος:
Επαλήθευση
Αγγλικός όρος:
Verification
Μετάφραση:
Verification
Ελληνικός όρος:
Επαμφοτερίζον
Αγγλικός όρος:
Amphoteric
Μετάφραση:
Amphoteric
Ελληνικός όρος:
Επαναδικτύωση
Αγγλικός όρος:
Regrating
Μετάφραση:
Regrating
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενες μετρήσεις
Αγγλικός όρος:
Replicate measurements
Μετάφραση:
Replicate measurements
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη δόση
Αγγλικός όρος:
Repeated dose toxicity
Μετάφραση:
Repeated dose toxicity
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη εργασία
Αγγλικός όρος:
Repetitive work
Μετάφραση:
Repetitive work
Ελληνικός όρος:
Επαναλήπτης
Αγγλικός όρος:
Repeater
Μετάφραση:
Repeater
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα
Αγγλικός όρος:
Precision, repeatability
Μετάφραση:
Precision, repeatability
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα (π.χ. κινήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repetition
Μετάφραση:
Repetition
Ελληνικός όρος:
Επανάληψη
Αγγλικός όρος:
Repetition
Μετάφραση:
Repetition
Ελληνικός όρος:
Επαναληψιμότητα (π.χ. μετρήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repeatability
Μετάφραση:
Repeatability
Ελληνικός όρος:
Επανασχόληση
Αγγλικός όρος:
Re-employability
Μετάφραση:
Re-employability
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Reused packaging
Μετάφραση:
Reused packaging
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενη μεγάλη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Reused large packaging
Μετάφραση:
Reused large packaging
Ελληνικός όρος:
Επανεισαγωγέας
Αγγλικός όρος:
Re-importer
Μετάφραση:
Re-importer
Ελληνικός όρος:
Επανεκπαίδευση
Αγγλικός όρος:
Retraining
Μετάφραση:
Retraining
Ελληνικός όρος:
Επανένταξη
Αγγλικός όρος:
Re-integration, rehabilitation
Μετάφραση:
Re-integration, rehabilitation
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης
Αγγλικός όρος:
Review of classification
Μετάφραση:
Review of classification
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης όταν η σύνθεση ενός μείγματος έχει μεταβληθεί
Αγγλικός όρος:
Review of classification where the composition of a mixture has changed
Μετάφραση:
Review of classification where the composition of a mixture has changed
Ελληνικός όρος:
Επανισοστάθμιση
Αγγλικός όρος:
Re-leveling
Μετάφραση:
Re-leveling
Ελληνικός όρος:
Επάρκεια
Αγγλικός όρος:
Qualification, adequacy
Μετάφραση:
Qualification, adequacy
Ελληνικός όρος:
Επαφή κυρία
Αγγλικός όρος:
Main contact
Μετάφραση:
Main contact
Ελληνικός όρος:
Επενδεδυμένα ηλεκτρόδια
Αγγλικός όρος:
Sticks
Μετάφραση:
Sticks
Ελληνικός όρος:
Επενδύσεις προσόψεων
Αγγλικός όρος:
Facade cladding
Μετάφραση:
Facade cladding
Ελληνικός όρος:
Επένδυση
Αγγλικός όρος:
Cladding, liner, panel setting
Μετάφραση:
Cladding, liner, panel setting
Ελληνικός όρος:
Επεξεργασία
Αγγλικός όρος:
Treatment, processing
Μετάφραση:
Treatment, processing
Ελληνικός όρος:
Επεξεργασία επιφανειών
Αγγλικός όρος:
Surface treatment
Μετάφραση:
Surface treatment
Ελληνικός όρος:
Επιβαρύνω
Αγγλικός όρος:
Aggravate
Μετάφραση:
Aggravate
Ελληνικός όρος:
Επιβατηγό πλοίο
Αγγλικός όρος:
Passenger ship
Μετάφραση:
Passenger ship
Ελληνικός όρος:
Επιβάτης
Αγγλικός όρος:
Passenger
Μετάφραση:
Passenger
Ελληνικός όρος:
Επιβεβαίωση
Αγγλικός όρος:
Confirmation
Μετάφραση:
Confirmation
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
Harmful substances (Xn)
Μετάφραση:
Harmful substances (Xn)
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
Τρέχουσα σελίδα
18
Page
19
Page
20
Page
21
Page
22
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »